Η Ελλάδα έκανε τη στρατηγική επιλογή πριν από 200 χρόνια. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό…
Από γεννησιμιού της η Ελλάδα είχε επιλέξει το «Μένουμε Ευρώπη». Ηταν όρος επιβίωσης του νεοσύστατου κράτους και η διαχωριστική γραμμή με την ανατολίτικη φεουδαρχία από την οποία αποκόπηκε. Εκανε μια στρατηγική επιλογή και ξεχώρισε από τον περίγυρό της. Είχε μεν ταραγμένη ιστορία -κυρίως κάθε φορά που ξέκοβε- αλλά διά του «Μένουμε Ευρώπη» τριπλασίασε το μέγεθός της, αναπτύχθηκε περισσότερο από τους γείτονές της, μπήκε στο κλαμπ των ισχυρών του πλανήτη, σ’ αυτό που ακόμη προσπαθούν να μπουν όλες οι όμορες χώρες.
Η Ελλάδα έκανε τη στρατηγική επιλογή πριν από 200 χρόνια. Εκανε δυστυχώς έναν πικρό και αιματοβαμμένο Εμφύλιο, αλλά ευτύχησε να μη ζήσει την κομμουνιστική λαίλαπα. Οι γείτονές της ακόμη συμμαζεύουν τα συντρίμμια του ολοκληρωτισμού που βίωσαν και τελικώς αποτίναξαν. Ναι, ζήσαμε την ανάπηρη Δημοκρατία (1950-1974), δηλαδή το αυταρχικό μετεμφυλιακό κράτος, αλλά τουλάχιστον γλιτώσαμε από τους Τσαουσέσκου και τους Μπερίσα. Η ιστορία μας δεν ήταν γραμμική, από το δημοκρατικό στο φιλελεύθερο (υπήρξαν και δικτατορίες), αλλά δεν ζήσαμε τον απόλυτο τρόμο του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού. Ούτε οικονομικώς η χώρα είχε γραμμική πορεία· έζησε και μεγάλες φτώχειες, πολύ μεγαλύτερες από τις σημερινές. Τουλάχιστον, όμως, τώρα στη μεγάλη κρίση τα παιδιά της ξενιτεύονται για να δουλέψουν ως γιατροί και μηχανικοί. Δεν υπήρξαν ταμπέλες στην Ευρώπη «Προσεχώς Ελληνίδες».
Η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά και της Ευρώπης, έδειξε ότι δεν αρκεί πλέον να είναι μια χώρα μέλος ενός ισχυρού οικονομικού κλαμπ. Αν και η Ελλάδα απέφυγε τον εφιάλτη της άτακτης χρεοκοπίας (επειδή ως μέλος της Ευρωζώνης πήρε το μεγαλύτερο δάνειο στην παγκόσμια ιστορία), αποδείχθηκε ότι η συμμετοχή στην Ευρωζώνη δεν την προφυλάσσει απ’ όλα τα δεινά. Κάτι πρέπει να κάνει και η ίδια για να αποφύγει τα χειρότερα, σαν αυτά που έζησαν οι Αργεντίνοι. Οφείλει πρωτίστως να προσαρμοστεί. Δεν μπορεί να απαιτεί καταναλωτικά πρότυπα του 21ου αιώνα με παραγωγικές δομές του 1960. Τα δάνεια, οι επιδοτήσεις της Ε.Ε., η μεταφορά τεχνογνωσίας δεν φτάνουν. Πρέπει να διαλέξει. Ή θα πάρει μέτρα για να βελτιώσει τις παραγωγικές δομές (το έκανε πάντα στην ιστορία της, μπορεί να το κάνει και σήμερα) ή θα κυλήσει στην κατανάλωση του 1960 που επιτρέπουν οι παραγωγικές της δομές, κι ακόμη πιο πίσω.
Το σημερινό «Μένουμε Ευρώπη» δεν έχει να κάνει πρωτίστως με την εθνική ολοκλήρωση, ούτε με τον πόθο των Ελλήνων, 200 χρόνια τώρα, να γίνει η χώρα αναπόσπαστο κομμάτι της Δύσης. Εχει να κάνει με απλή λογική. Η τεχνολογία παγκοσμιοποιεί την οικουμένη πολλαπλώς, σε ό,τι αφορά τη μεταφορά κεφαλαίων, ανθρώπων, πληροφορίας. Το ευρωπαϊκό πείραμα είναι μια πολιτική απόπειρα να ανταποκριθούν τα έθνη-κράτη σ’ αυτές τις νέες προκλήσεις. Σύμφωνοι! Η Ε.Ε. είναι ατελής, αλλά είναι προτιμότερη από το να είμαστε φτερό στον άνεμο της παγκοσμιοποίησης. Ούτε η Γερμανία μπορεί να σταθεί στο νέο σκηνικό, πόσο μάλλον η χώρα μας.
Γι’ αυτό είναι όρος επιβίωσης του λαού μας η συμμετοχή σε αυτό το νέο -έστω ατελές- πείραμα. Το καλύτερο δε είναι ότι η Ευρώπη είναι δημοκρατική, έστω με προβλήματα. Ομως, σε αντίθεση με τον ναζιστικό ή κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό, στην Ευρώπη ο αγώνας επιτρέπεται για να την κάνουμε καλύτερη. Αρκεί βεβαίως να μείνουμε εκεί…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 23.6.2015