Κανονικά λοιπόν τώρα, η Αριστερά θα έπρεπε να προβληματίζεται από το γεγονός ότι η ελληνική Ακροδεξιά όχι μόνον κατανοεί, αλλά υιοθετεί –έστω και διαφορετικά χρωματισμένη– τη ρητορική της.
Είναι εκπληκτικό, αλλά κάθε ανοησία που εκτοξεύει η Αριστερά χρησιμοποιείται αυτούσια από την Ακροδεξιά. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην (φθίνουσα, αλλά υπαρκτή) ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς· οι ακροδεξιοί βρίσκουν έτοιμο χωράφι παραλογισμού να δρέψουν τους καρπούς της εργασίας άλλων. Ισως πάλι οι λαϊκιστικές μπαρούφες γίνονται εύπεπτες και από ανθρώπους που δεν ξέρουν να γράψουν το όνομά τους.
Οπως και να έχει το ζήτημα, είναι γεγονός ότι αν διαβάσει κανείς ακροδεξιά κείμενα, θα βρει αυτούσια τη συνωμοσιολογία κατά της παγκοσμιοποίησης, τις ρητορικές «αντίστασης στον καπιταλισμό», τα συνθήματα περί ξένης κατοχής στην Ελλάδα, ακόμη και αναρχικής προέλευσης συνθήματα, όπως «να καεί, να καεί… η Βουλή».
Κουίζ: Ποιανού κόμματος είναι η παρακάτω ανακοίνωση; «Τα μνημονιακά πακέτα επιστρέφονται αυτομάτως στους τοκογλύφους για την πληρωμή παράνομων τόκων. Ετσι αυξάνεται το δημόσιο χρέος και ο ελληνικός πλούτος δεσμεύεται από τα κοράκια της τρόικας». Απάντηση: Της Χρυσής Αυγής, η οποία μάλιστα «απαιτεί άμεση διαγραφή του επαχθούς χρέους της χώρας».
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι ότι οι μεν χρησιμοποιούν τα συνθήματα των δε· copyright στον πολιτικό λόγο δεν υπάρχει. Ούτε το γεγονός της ώσμωσης ενός μέρους (για να μην πούμε «άκρου» και παρεξηγηθούμε!) του πολιτικού συστήματος με κάποιο άλλο που βρίσκεται στον αντίποδα· αυτό το είδαμε στη συμβιωτική σχέση την περίοδο των Αγανακτισμένων.
Αυτό που πρέπει να προβληματίσει την Αριστερά είναι το βάθος ανάλυσής της. Να εξηγηθούμε: μετεμφυλιακά στην Ελλάδα η Αριστερά διακρίθηκε στα γράμματα και η Δεξιά στο κράτος (το οποίο, να πούμε παρεμπιπτόντως, το χρησιμοποιούσε για να κυνηγάει τους αριστερούς). Οι αναλύσεις της Αριστεράς ουδόλως γίνονταν κατανοητές από τη Δεξιά. Αν τις κατανοούσαν, θα είχαμε διαφορετικές πολιτικές εξελίξεις. Πιθανότατα δεν θα φτάναμε στη Χούντα και ούτε στην καθολική απαξίωση της Δεξιάς με την πτώση της δικτατορίας. Αν ακολουθούσαν διαφορετική πολιτική τα κέντρα της βαθιάς Δεξιάς που διηύθυναν τότε τη χώρα, δεν θα εξοστράκιζαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή επειδή πρότεινε ένα πρωτοποριακό για την εποχή του σχέδιο Συντάγματος. Γενικώς, η βαθιά Δεξιά διαχειρίστηκε τη νίκη στον εμφύλιο με τον χειρότερο δυνατό τρόπο επειδή ακριβώς δεν μπορούσε να κάνει την πρέπουσα ανάλυση των αναγκών του τόπου.
Κανονικά λοιπόν τώρα, η Αριστερά θα έπρεπε να προβληματίζεται από το γεγονός ότι η ελληνική Ακροδεξιά όχι μόνον κατανοεί, αλλά υιοθετεί –έστω και διαφορετικά χρωματισμένη– τη ρητορική της. Ο κ. Παναγιώτης Λαφαζάνης, για παράδειγμα, θα έπρεπε να αναρωτηθεί αν λέει τα σωστά πράγματα όταν ομιλεί περί «κουίσλινγκ», «κατοχής» κ.λπ. αφού ακούει την ηχώ του λόγου του από τον ακροδεξιό χώρο. Φυσιολογικά θα έπρεπε να τον απασχολεί ένα δίλημμα: ή οι ακροδεξιοί έκαναν ταχύρρυθμα μαθήματα διαλεκτικής ή αυτά που λέει ο ίδιος δεν είναι αριστερά ή, έστω, της εγγράμματης Αριστεράς.
Εχει τεράστιο ιδεολογικό πρόβλημα η Αριστερά, μεγαλύτερο και από αυτό που συνόψισε ο Ρόμπερτ Αντον Γουίλσον, ότι «χρειάζονται μόνο είκοσι χρόνια για ένα ριζοσπάστη να καταλήξει αντιδραστικός χωρίς να αλλάξει ούτε μία ιδέα». Το εμφανές πρόβλημα είναι ότι σε αυτά τα 40 χρόνια της μεταπολίτευσης οι αντιδραστικοί έχουν μετεξελιχθεί. Οι αριστεροί, που ακούν να επαναλαμβάνονται τα συνθήματά τους από την Ακροδεξιά, τι νομίζουν ότι είναι;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 29.9.2013