«Οσοι πέφτουν στο κρεβάτι μεταξύ 10 και 11 το βράδυ έχουν μικρότερο κίνδυνο να εμφανίσουν πάθηση της καρδιάς και να πάθουν έμφραγμα ή εγκεφαλικό, σύμφωνα με βρετανική επιστημονική μελέτη του Πανεπιστημίου του Εξετερ» (ΑΠΕ 9.11.2021). Αλλη έρευνα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον δείχνει ότι «ο ύπνος περισσότερο από 6,5 ώρες την ημέρα μπορεί να δημιουργήσει μακροπρόθεσμα εγκεφαλικές δυσλειτουργίες» («Καθημερινή» 7.11.2021).
Εκ των ανωτέρω συνάγεται πως πρέπει να ξυπνάμε στις τεσσερισήμισι τα χαράματα, αλλά δεν τελειώσαμε. Σύμφωνα με την επιθεώρηση Current Biology, «όσο και να κοιμηθείτε το Σαββατοκύριακο ο ύπνος που χάσατε μέσα στην εβδομάδα δεν αναπληρώνεται» (ΑΠΕ 1.3.2019). Ομως οι ερευνητές του ιατρικού Ινστιτούτου Καρολίνσκα του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης λένε ότι «ο ύπνος του Σαββατοκύριακου αναπληρώνει τις λίγες ώρες ύπνου των καθημερινών» (ΑΠΕ 23.3.2018). Υπάρχουν έρευνες που δείχνουν ότι η μεσημεριανή σιέστα μειώνει τον κίνδυνο καρδιακών και εγκεφαλικών επεισοδίων (ΑΠΕ 10.9.2019) και άλλες που λένε ότι ο βαθύς μεσημεριανός ύπνος μπορεί να είναι ένδειξη Αλτσχάιμερ (ΑΠΕ 10.1.2019).
Αν μπερδευτήκατε, δεν τελειώσαμε. Υπάρχουν δεκάδες έρευνες που δείχνουν το x για το κρασί και άλλες τόσες το -x. Το ίδιο και για τον καφέ, ίσως και για τις μπανάνες. Η ανθρωπότητα ζει έναν τυφώνα ιατρικών ειδήσεων, που όμως είναι επιστημονικοφανής. Αυτό δεν έχει να κάνει με την ποιότητα των ερευνών, δεν λένε ψέματα, αλλά με τον τρόπο δημοσιοποίησής τους. Στις δημοσιεύσεις καταγράφονται όλα σύμφωνα με την επιστημονική μέθοδο· το μέγεθος του δείγματος, οι στατιστικές, οι εγγενείς περιορισμοί της έρευνας, όπως π.χ. η αδυναμία συνεκτίμησης όλων των παραγόντων, κ.λπ. Ετσι –βήμα βήμα– προχωράει η επιστήμη, μόνο που τα τελευταία χρόνια ακούγεται σαν ποδοβολητό. Και αυτό για πολλούς λόγους.
Πρώτον, σε σχέση με το παρελθόν, υπάρχουν περισσότερα εργαστήρια, ΑΕΙ, ερευνητές που ασχολούνται ειδικώς με τα ιατρικά προβλήματα. Δεύτερον, υπάρχει ένα σύστημα που ευνοεί τον πληθωρισμό των δημοσιεύσεων. Στον ακαδημαϊκό χώρο υπάρχει το ρητό «publish or perish» (δημοσίευσε ή εξαφανίσου) με αποτέλεσμα να δημοσιεύονται έρευνες που μπορεί να είναι επιστημονικώς άρτιες, αλλά δεν είναι ολοκληρωμένες, ή μπορεί να καταδεικνύουν μια ανθυπολεπτομέρεια της φύσης. Ουδείς πλέον έχει την πολυτέλεια του Κάρολου Δαρβίνου που κράτησε τη θεωρία της εξέλιξης είκοσι χρόνια στο συρτάρι του.
Τρίτον, υπάρχει η πίεση της δημοσιότητας, η οποία προϊόντος του χρόνου γίνεται ένα καλό νόμισμα εντός της επιστημονικής κοινότητας. Π.χ., όλο και πιο συχνά απαντάται στα επίσημα βιογραφικά έγκριτων επιστημόνων η αράδα «εμφανίζεται συχνά στο CNN», ή το ABC, BBC κ.λπ. Η σχέση της ερευνητών με τα μέσα ενημέρωσης είναι μια ακόμη πονεμένη ιστορία, πέρα από το γεγονός ότι πολλοί τα χρησιμοποιούν για προσωπική προβολή, που σημαίνει πολιτικές επαφές, και συνακολούθως περισσότερα κονδύλια. Ομως τα ΜΜΕ από τη φύση τους είναι ελλειπτικά και το πρώτο πράγμα που θα περικόψουν είναι όλες εκείνες οι παραδοχές της έρευνας που δείχνουν και τους περιορισμούς της. Εμφιλοχωρεί και ο ιός της εντυπωσιοθηρίας, με αποτέλεσμα να διαβάζουμε ότι «το κρασί κάνει καλό στην καρδιά» και… «βλάπτει τη σπλήνα».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 28.11.2021