Θα είχε τεράστιο ενδιαφέρον μια καταδίκη του Τραμπ από την αμερικανική Γερουσία, με την κατηγορία της υποκίνησης σε εξέγερση. Οχι μικροπολιτικό, όπως π.χ. τι θα έβγαινε από το απύλωτο στόμα του. Αντιθέτως, θα είχε νομικό και πολιτικό ενδιαφέρον. Κι αυτό διότι στο παρελθόν το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ είχε αναιρέσει καταδίκες για υποκίνηση σε παράνομες πράξεις.
Η σχέση λόγου και πράξης απασχολεί τους φιλελεύθερους, πολλά χρόνια. Το ερώτημα είναι δύσκολο: Πότε ο λόγος είναι απλώς οξύς και σε ποιο σημείο γίνεται αυτό που εδώ λέμε «εμπρηστικός», δηλαδή ικανός να αποφέρει παράνομο αποτέλεσμα; Το «να καεί, να καεί η Βουλή» είναι χυδαίο σύνθημα. Είναι όμως απλώς ηθικώς καταδικαστέο ή είναι προτροπή σε εμπρησμό και συνεπώς ποινικώς κολάσιμο;
Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ πάλεψε έναν αιώνα για να βρει την ισορροπία. Στην πρώτη, τη συντηρητική, περίοδο, επικύρωσε καταδίκες ειρηνιστών (που είτε καλούσαν σε αποφυγή στράτευσης είτε απλώς αντιτίθεντο στον πόλεμο), συνδικαλιστών (που περιφρουρούσαν απεργίες), αριστερών διότι και το σύνθημα «να πάρουν οι εργάτες στα χέρια τους τα μέσα παραγωγής» είναι κατά μία έννοια «προτροπή σε κλοπή ξένης ιδιοκτησίας». Στη δεύτερη, τη φιλελεύθερη περίοδο, ανέτρεψε καταδικαστικές αποφάσεις ενός στελέχους της Κου Κλουξ Κλαν (είχε δηλώσει ότι «αν ο πρόεδρος, το Κογκρέσο και το Ανώτατο Δικαστήριο συνεχίσουν να καταπιέζουν την καυκάσια φυλή, θα εκδικηθούμε»), ενός διαδηλωτή ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ (είπε ότι «θα καταλάβουμε τους γαμ… δρόμους»), ενός στελέχους της Εθνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα των Εγχρώμων, που κατά τη διάρκεια μποϊκοτάζ καταστημάτων των λευκών φώναξε «αν πιάσουμε κάποιον να πηγαίνει σε αυτά τα ρατσιστικά καταστήματα, θα του σπάσουμε τα κόκαλα».
Η λογική που κυριάρχησε στο Ανώτατο Δικαστήριο ήταν ότι, επειδή κάθε λόγος μπορεί να θεωρηθεί προτροπή σε πράξη, το αποτέλεσμα θα είναι απόλυτη λογοκρισία. Μόνο οι σαφείς, προφανείς εντολές για βιαιότητα μπορούν να διωχθούν ποινικώς.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, στη θλιβερή ομιλία της 6ης Ιανουαρίου, το μόνο που είπε είναι ότι θα διαδηλώσουν προς το Καπιτώλιο· ούτε «θα εκδικηθούμε», ούτε «θα καταλάβουμε το γαμ…», ούτε «θα σπάσουμε τα κόκαλά τους». Το ενδιαφέρον λοιπόν από μια καταδίκη του θα ήταν διπλό. Πρώτον: η αναίρεση της καταδίκης από το Ανώτατο Δικαστήριο (βάσει συσχετισμών, αλλά και της νομολογίας του) πρέπει να θεωρείται βέβαιη. Με δεδομένο ότι η Γερουσία δεν είναι απλό πολιτειακό ή ομοσπονδιακό δικαστήριο, θα ετίθεντο σημαντικά συνταγματικά θέματα, για το ποια απόφαση πρέπει να κυριαρχήσει. Δεύτερον: θα βλέπαμε στο Ανώτατο Δικαστήριο ακραίους συντηρητικούς δικαστές να επιχειρηματολογούν με βάση την πιο φιλελεύθερη παράδοση. Ποιος είπε ότι δεν έχει ο καιρός γυρίσματα;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 17.2.2021