Η Δημοκρατία θεωρείται δεδομένη και εξ ορισμού διαρκώς βελτιούμενη. Ξεχάσαμε τον Τόμας Τζέφερσον που έλεγε ότι «το τίμημα της Δημοκρατίας είναι η αιώνια επαγρύπνηση».
Αν κάποιος πριν από δέκα χρόνια έλεγε ότι οι ΗΠΑ θα είχαν στην ηγεσία κάποιον σαν τον Ντόναλντ Τραμπ, όλοι θα μιλούσαμε για ασκήσεις (κακής) επιστημονικής φαντασίας. Δεν ήταν μόνο τα θεσμικά αντίβαρα, όπως το Κολέγιο των Εκλεκτόρων, που είχαν φτιάξει οι Πατέρες της Αμερικανικής Δημοκρατίας για να επιλέγεται ο πρόεδρος από «μια μικρή ομάδα (…) από τους πλέον ικανούς ανθρώπους να αναλύουν τα χαρακτηριστικά [των υποψηφίων] ώστε να ταιριάζουν με τη θέση…» (Alexander Hamilton). Ηταν και το γεγονός πως το 2009 ο ένοικος του Λευκού Οίκου ήταν η ενσάρκωση της «προφητείας» του Διαφωτισμού για τη διαρκή πρόοδο των κοινωνιών. Ο Μπαράκ Ομπάμα δεν ήταν απλώς ο πρώτος μαύρος πρόεδρος των ΗΠΑ. Ηταν ένα φτωχό παιδί, που διάβασε, αγωνίστηκε, για να ανέλθει στο ανώτατο αξίωμα των ΗΠΑ. Ηταν το «αμερικανικό όνειρο» στην καλύτερη εκδοχή του.
Το 2015 υπήρχε διάχυτη η αίσθηση πως το «αμερικανικό κατεστημένο» θα περιόριζε την εξαλλοσύνη του νεοεκλεγέντος προέδρου και θα διηθούσε την χωρίς έρμα ρητορική του. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι θα υπήρχε αρχηγός κράτους –πόσο μάλλον της υπερδύναμης, με τις χιλιάδες δεξαμενές σκέψης– που θα μιλούσε για τους Κούρδους οι οποίοι «δεν μας βοήθησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν μας βοήθησαν στη Νορμανδία» ή θα απειλούσε ότι «με τη μεγάλη και απαράμιλλη σοφία μου (…) θα καταστρέψω και θα εξαλείψω την οικονομία της Τουρκίας. Το έχω κάνει στο παρελθόν!». Αν κάποιος περιέγραφε τα παραπάνω σε μυθιστόρημα του 2010, δεν θα το διαβάζαμε ποτέ. Το έργο του θα είχε απορριφθεί ως ασυνάρτητο πριν πάει σε εκδοτικό οίκο.
Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν είναι ο επιχειρηματίας που «κάνει τα πράγματα αλλιώς», ή «εμφορείται αποκλειστικώς από “επιχειρηματική” αντίληψη διαχειρίσεως των προκλήσεων εσωτερικής πολιτικής και διεθνών σχέσεων», όπως τον περιέγραψε ο συνάδελφος Κώστας Ιορδανίδης («Καθημερινή» 10.10.2019). Ακόμη και με το κριτήριο της «επιχειρηματοσύνης» έπρεπε να κοπεί αφού έχει έξι χρεοκοπίες στο ενεργητικό του. Η εκλογή του, όπως και η πρωθυπουργία του Μπόρις Τζόνσον στη Βρετανία, είναι η ενσάρκωση της αποτυχίας των πιο προχωρημένων δημοκρατικών συστημάτων, τα οποία μέσα από ένα πολύπλοκο σύστημα ελέγχων και ισορροπιών, εξασφάλιζαν αν όχι την επιλογή των καλύτερων, αλλά τουλάχιστον των λογικών.
Δίνονται πολλές εξηγήσεις για αυτή την αποτυχία. Υπήρξε κατ’ αρχάς η συκοφάντηση της δημοκρατικής διαδικασίας να δίνει γρήγορα λύσεις σε σύνθετα προβλήματα, ασχέτως αν η Δημοκρατία από την κατασκευή της απαιτεί κουβέντα, συμβιβασμούς, χρονοτριβή. Υπάρχει η διπλή διάβρωση πυλώνων ελέγχου της εξουσίας όπως είναι τα μέσα ενημέρωσης· λέμε «διπλή» διότι εκτός από τα κοινωνικά δίκτυα, υπήρξε και η εσκεμμένη συκοφάντησή τους. Υπάρχει όμως και κάτι βαθύτερο. Η Δημοκρατία θεωρείται δεδομένη και εξ ορισμού διαρκώς βελτιούμενη. Ξεχάσαμε τον Τόμας Τζέφερσον που έλεγε ότι «το τίμημα της Δημοκρατίας είναι η αιώνια επαγρύπνηση».
Ενα άλλο πράγμα που θεωρούμε δεδομένο και νομοτελειακώς επεκτεινόμενο είναι η ειρήνη. Στις αρχές της χιλιετίας κάποιοι μιλούσαν για το τέλος των πολέμων κι αυτό στηριζόταν σε δεδομένα. Οπως αναφέρει η τελευταία έκθεση του Peace Research Institute Oslo, «τα πρώτα 15 χρόνια αυτού του αιώνα ήταν ασυνήθιστα ειρηνικά. Το 2014 διάφοροι πόλεμοι έγιναν εξαιρετικά θανατηφόροι, και ειδικότερα ο πόλεμος στη Συρία. Από τότε υπάρχει συζήτηση για το αν η σημερινή είναι η “νέα κανονικότητα”, ή πρέπει να ιδωθεί σαν ένα εξόγκωμα στον δρόμο για ένα ακόμη πιο ειρηνικό κόσμο» (Conflict Trends, 2019). Πάντως, το 2010 υπήρχαν 31 ένοπλες συγκρούσεις σε όλο τον κόσμο. Πέρυσι έφτασαν τις 52…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 13.10.2019