Η εργασία (ειδικώς στον ιδιωτικό τομέα) τιμωρείται βάναυσα από τις φορολογικές αρχές.
Ιδρύονται πολλές νέες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, αλλά ελάχιστες μεγαλώνουν. Τα γραφειοκρατικά εμπόδια είναι πολλά και τα αντικίνητρα μεγάλα. Tο φορολογικό σύστημα τιμωρεί όσους εργάζονται και τις επιχειρήσεις που παράγουν. Αντιθέτως, επιβραβεύει τους ραντιέρηδες, τους εισοδηματίες από κάθε μορφή κεφαλαίου.
Στην Ελλάδα της εκτεταμένης μικρής, μέχρι μονοπρόσωπης, επιχειρηματικότητας, αδυνατούμε να ξεχωρίσουμε την επιχείρηση από τον επιχειρηματία. Ετσι ανακατεύουμε διαφορετικά πράγματα, όπως είναι ο φόρος επιχειρήσεων με τον φόρο εισοδήματος των επιχειρηματιών, εις βάρος της πρώτης και υπέρ των δεύτερων. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργούνται φορολογικά κίνητρα για να μην επανεπενδύονται τα κέρδη, να παραμένει καχεκτική η επιχειρηματικότητα και να μη δημιουργείται εκείνη η κρίσιμη μάζα μεγάλων εταιρειών που θα απογειώσουν την ελληνική οικονομία.
Γράφαμε και παλιότερα ότι η εργασία (ειδικώς στον ιδιωτικό τομέα) τιμωρείται βάναυσα από τις φορολογικές αρχές. Υπάρχουν κατ’ αρχάς οι υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές που πληρώνουν εργοδότες και εργαζόμενοι. «Για καθαρές αποδοχές 40.000 ευρώ τον χρόνο, “αφαιρείται” μέσω φόρων και εισφορών το 60% του ποσού που πληρώνει ο εργοδότης. Καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν αφαιρεί περισσότερο», γράφει η ειδική έκθεση του ΣΕΒ για την υπερφορολόγηση (27.6.2019)
Δεν είναι μόνο αυτό. Κάποιος που έχει 100.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα από την εργασία θα πληρώσει περί τις 38.000 φόρο, αφού ο ανώτατος συντελεστής είναι 45%. Κάποιος που έχει το ίδιο εισόδημα από μερίσματα (και χωρίς να δουλεύει καθόλου) θα πληρώσει φέτος 10.000 ευρώ, ενώ η Νέα Δημοκρατία υπόσχεται να το κατεβάσει στις 5.000 ευρώ (συντελεστής 5%). Κι αυτό με τη δικαιολογία ότι τα κέρδη ήδη έχουν φορολογηθεί με 25%. Εδώ, όμως, προσθέτουμε μήλα με πορτοκάλια και με την πρόταση της Ν.Δ. τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα. Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι επιχείρηση και επιχειρηματίας είναι ένα και το αυτό, η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας φτάνει μέχρι 45%, ενώ του κεφαλαίου θα είναι 25%. Συμφέρει, δηλαδή (και φορολογικώς) να είναι κάποιος ραντιέρης παρά εργαζόμενος.
Οι επιχειρήσεις είναι νομικά πρόσωπα που χρησιμοποιούν μεν κάποιες δομές του κράτους (π.χ. Δικαιοσύνη), αλλά δεν επιβαρύνουν τις δομές υγείας, εκπαίδευσης, δεν παίρνουν σύνταξη, δεν έχουν ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Με δεδομένο ότι τα αδιανέμητα κέρδη, εξ ορισμού, επανεπενδύονται, ένας συνετός νομοθέτης θα κατέβαζε τον φόρο επιχειρήσεων σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα· ίσα ίσα για να πληρώνουν το κόστος των κρατικών δομών που χρησιμοποιούν. Από την άλλη πλευρά, θα θέσπιζε μια ενιαία –και χαμηλότερη από τη σημερινή– κλίμακα για τα εισοδήματα όλων των φυσικών προσώπων, ανεξαρτήτως πηγής.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η χαμηλή φορολογία των μερισμάτων χρειάζεται διότι αυτά επανεπενδύονται. Ισως, αλλά από την άλλη μεριά ζούμε το εξής παράλογο: υπερφορολογούνται τα αδιανέμητα κέρδη που σίγουρα επανεπενδύονται και υποφορολογούνται τα διανεμόμενα που πιθανώς να επανεπενδυθούν. Αλλά, από την άλλη πλευρά, κι ένας καλά αμειβόμενος εργαζόμενος δεν καίει το επιπλέον εισόδημά του. Εχει τις ίδιες πιθανότητες με έναν ραντιέρη να επενδύσει. Μπορεί να αγοράσει μετοχές, να αφήσει τα χρήματα στην τράπεζα (που θα δανειοδοτήσει άλλες επιχειρήσεις), να αγοράσει επιπλέον υπηρεσίες Παιδείας για τον ίδιο και τα παιδιά του. Γιατί να φορολογείται περισσότερο;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 30.6.2019