«Επίσκεψη εργασίας» έκανε η καγκελάριος της Γερμανίας και δεν υπάρχουν πολλοί που πίστεψαν ότι η δουλειά της ήταν να δει κάποιους επιχειρηματίες και διανοούμενους. Αυτές οι συναντήσεις ήταν η γαρνιτούρα της επίσκεψης. Η κ. Αγκελα Μέρκελ ήρθε στην Ελλάδα γι’ αυτό που εκτιμούσε όλος ο ελληνικός Τύπος πριν από την επίσκεψη: να στηρίξει τον πρωθυπουργό στο θέμα του Μακεδονικού, σε μια συγκυρία που γίνεται για τον ίδιο κάθε μέρα δυσκολότερη, παρά την προηγούμενη αυταρέσκεια ότι έχει πλειοψηφία παντός καιρού και για κάθε θέμα.
Προς τι λοιπόν η έκπληξη και η οργή από τη μία ή οι πανηγυρισμοί από την άλλη για όσα είπε η κ. Μέρκελ; Η επίλυση του ονοματολογικού είναι προς το συμφέρον ολόκληρης της Ευρώπης (και της Ελλάδας, όμως αυτό είναι άλλη ιστορία). Δεν είναι μόνο η ανάσχεση της ρωσικής επιρροής στα Βαλκάνια με την ένταξη αυτής της μικρής χώρας στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Υπάρχουν επίσης οι μνήμες του γιουγκοσλαβικού πολέμου, και το τελευταίο που θέλει η Ευρώπη είναι μία ακόμη εστία αναταραχής στην καρδιά της· ούτε το 1990 φανταζόταν κανείς ότι θα ακολουθούσε τέτοια αιματοχυσία στα Βαλκάνια. Συνεπώς, και με δεδομένο ότι για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία η Ελλάδα δεν είναι η ευρωπαϊκή ανορθογραφία στην πολιτική για τα Βαλκάνια (παρά τις φιλότιμες προσπάθειες πολλών για το αντίθετο), η κ. Μέρκελ θέλησε να στηρίξει τη συμφωνία των Πρεσπών.
Στο πλαίσιο αυτό η Γερμανίδα καγκελάριος είπε και τα κατά συνθήκην πολιτικά ψεύδη. Φυσικά και δεν θα ομολογούσε πως έγινε ανταλλαγή των συντάξεων με το Μακεδονικό. Για τέτοια θέματα δεν υπογράφονται συμβόλαια, πολλές φορές δεν γίνονται καν ρητώς. Υπάρχει πάντα η «κατανόηση» μεταξύ των πολιτικών ή, όπως έγραψε και μια γερμανική εφημερίδα, «η Αγκελα Μέρκελ επέδειξε μεγαλύτερη αλληλεγγύη, ο Αλέξης Τσίπρας περισσότερη σοβαρότητα». Ετσι κι αλλιώς, η αναβολή ενός μέτρου δεν σημαίνει και οριστική κατάργησή του. Η Ελλάδα εξακολουθεί να ξοδεύει το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ για συντάξεις και αν δεν υλοποιηθεί το μακάβριο Σχέδιο Β του κ. Ευκλείδη Τσακαλώτου, εδώ θα είμαστε να ξανασυζητάμε την περικοπή της προσωπικής διαφοράς.
Μεγαλύτερο πρόβλημα είναι αυτό που ο κ. Δημήτρης Παπαδημούλης είδε ως «“ψήφο εμπιστοσύνης” στην ελληνική οικονομία» (Twitter, 11.1.2019). Η κ. Μέρκελ, βεβαίως, δεν είπε κάτι συγκλονιστικό για το «μεγάλο ατού» του κ. Τσίπρα. Σημείωσε πως μειώθηκε η ανεργία, συμπαραστάθηκε στους Ελληνες για όσα πέρασαν την περίοδο της επώδυνης προσαρμογής («τα περάσαμε κι εμείς») κι ευχήθηκε να βγούμε σύντομα στις αγορές. Αλλά οι Ευρωπαίοι (με πρώτο τον πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο) δεν έλεγαν τίποτε ούτε την περίοδο εκτροχιασμού της ελληνικής οικονομίας 2007-2009. Απλώς επεσήμαιναν πόσο καλό ήταν που βγήκε η Ελλάδα από το πρόγραμμα εποπτείας για υπερβολικά ελλείμματα κι εύχονταν να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις. Μετά έκαναν τους έκπληκτους για τις δημοσιονομικές τρύπες και το μαγείρεμα των στατιστικών στοιχείων.
Η μόνη διαφορά με εκείνη την περίοδο είναι πως η κ. Μέρκελ έχει λόγους να το κάνει (θεωρεί μεγαλύτερο κίνδυνο μια αναταραχή στα Βαλκάνια) και συν τοις άλλοις… φεύγει. Ο/η διάδοχός της θα πρέπει να αντιπαλέψει τους –όπως έγραφε η κ. Ξένια Κουναλάκη– «επηρεασμένους από τη γραμμή της Bild, που διαμαρτύρονταν για τη στήριξη στους pleite Griechen (χρεοκοπημένους Ελληνες)» («Καθημερινή», 10.01.2019). Και το πρόβλημά μας δεν θα είναι η απουσία της κ. Μέρκελ, αλλά η ισχυρή παρουσία των λαϊκιστών που κεφαλαιοποιούν τέτοια στερεότυπα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 13.1.2019