Ηταν η Χούντα κάτι καλό για τη χώρα; Φυσικά, όχι. Ηταν βιασμός της Δημοκρατίας.
Ηταν η Χούντα κάτι καλό για τη χώρα; Φυσικά, όχι. Ηταν βιασμός της Δημοκρατίας. Και για την κατάλυση της Δημοκρατίας –έστω της ανάπηρης μετεμφυλιακής που είχαμε– δεν χωρούν εκπτώσεις, ούτε συμβιβασμοί. Μια δικτατορία, ακόμη κι αν –λέμε τώρα!– έχει αγαθούς σκοπούς (αν είναι του προλεταριάτου, βρε αδελφέ!), αποτελεί τη μέγιστη ύβρη προς τον λαό. Είναι ανομιμοποίητη βία εις βάρος του κοινωνικού σώματος.
Τα παραπάνω είναι αξιωματικώς παραδεκτά. Τα έχουμε εμπεδώσει όλοι μετά το 1974. Φυσικά, τα ξέρει και τα έχει γράψει και ο κ. Στάθης Καλύβας. Τώρα, πενήντα χρόνια μετά την αποφράδα μέρα του 1967, το ερώτημα είναι άλλο: μπορεί η συζήτηση να πάει λίγο παρακάτω; Μπορεί ένας καθηγητής να διατυπώσει κάποια θεωρία για την κληρονομιά της Χούντας; Ή μήπως πρέπει όλοι να επαναλαμβάνουμε –δίκην μάντρα– τα ορθά αξιώματα της Δημοκρατίας;
Στον κουρνιαχτό των αντιδράσεων που σηκώθηκε με αφορμή το άρθρο «Μια παράδοξη κληρονομιά» («Καθημερινή» 18.06.2017) περίσσεψαν οι αφορισμοί και έλειψαν τα επιχειρήματα. Eγραψε ο κ. Καλύβας για τα «δύο μεγάλα παράδοξα. Πρώτο, πως μολονότι προερχόμενοι από τους κόλπους της σκληροπυρηνικής Δεξιάς, οι πραξικοπηματίες συνέβαλαν τελικά στον πλήρη εκδημοκρατισμό της Δεξιάς και διαμέσου αυτής και της χώρας. Δίχως τον Απρίλιο του ’67 δεν θα είχε υπάρξει ο Ιούλιος του ’74. Δεύτερο, αν και επιχείρησαν να κρατήσουν την κοινωνία στάσιμη, να την παγώσουν δηλαδή, συνέβαλαν τελικά με έμμεσο τρόπο στον ραγδαίο αξιακό και πολιτισμικό εκσυγχρονισμό της. Ιδωμένη λοιπόν από την οπτική του παρόντος, η δικτατορία είτε δεν εμπόδισε τον πολιτικό και κοινωνικό εκσυγχρονισμό της χώρας είτε τον υποβοήθησε, χωρίς βέβαια να επιδιώκει κάτι τέτοιο.
Στα παραπάνω μπορούν να αντιπαρατεθούν σοβαρά επιχειρήματα. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η κοινωνική δυναμική της δεκαετίας του ’60 αναγκαστικά θα οδηγούσε σε πλήρη εκδημοκρατισμό της χώρας, ή ότι η οικονομική ανάπτυξη που διαπιστώθηκε τα πρώτα χρόνια ήταν απλώς τα απόνερα της προηγούμενης περιόδου, ή ότι η οικοδομή άνθισε με ανήκεστο περιβαλλοντική βλάβη· τη βλέπουμε ακόμη και τώρα με τα άθλια ξενοδοχεία πάνω στο κύμα, ή το 22ώροφο έρμο στην ακτή Μιαούλη. Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν αντιπαρατέθηκαν καν τα γελοία επιχειρήματα όπως π.χ. «η Χούντα δεν τελείωσε το ’73 αλλά πέθανε στων Αγανακτισμένων την πλατεία», ή ότι «το 1974 είχαμε αλλαγή νατοϊκής φρουράς», ή ότι «η Δεξιά δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά» κ.λπ.
Αντιθέτως, είχαμε την παλιά τέχνη κόσκινο – της κυρίαρχης Αριστεράς, δηλαδή τη δίκη προθέσεων του συγγραφέα. Αυτό δεν βλάπτει τόσο τον ίδιο όσο τον διάλογο. Κι αυτό διότι ο κουρνιαχτός κρύβει και τα σοβαρά αντεπιχειρήματα που μπορεί να έχει κάποιος στη θεωρία του συγγραφέα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 21.6.2017