Η εύκολη λύση στη Βρετανία ήταν να επιλέξει κάθε κόμμα την περίοδο του παρελθόντος που επιθυμούσαν οι ψηφοφόροι του να νοσταλγήσουν.
Πολλοί ήταν εκείνοι που χαιρέτισαν την «επιστροφή της Αριστεράς» στη Βρετανία. Αναθάρρησαν που οι παλιές διαιρετικές τομές, αυτές που επέζησαν στη βιομηχανική εποχή, εμφανίστηκαν ως νέος δικομματισμός στην αρχαιότερη δημοκρατία της Ευρώπης. Ακόμη καλύτερα: οι Εργατικοί του Κόρμπιν αύξησαν τις έδρες περισσότερο του αναμενόμενου (+30) και οι Συντηρητικοί της Τερέζα Μέι έχασαν, εν τη μεγαλαυχία τους, την αυτοδυναμία (-13). Αν, όμως, κοιτάξουμε τα ποσοστά και όχι την κατανομή εδρών θα δούμε ότι και οι Εργατικοί αύξησαν τα ποσοστά τους (+9,5%) αλλά το ίδιο έκαναν και οι Συντηρητικοί (+5,5%). Το 42,4% που πήραν οι τελευταίοι ήταν το μεγαλύτερο ποσοστό από το 1983.
Το πρόβλημα όμως για τη Βρετανία είναι άλλο. Οι αφηγήσεις των δύο μονομάχων δεν αφορούσαν δύο εκδοχές του μέλλοντος. Δεν ήταν καν μια διαμάχη Προόδου και Συντήρησης. Αφορούσαν δύο εκδοχές του παρελθόντος, με τους Τόρις να πηγαίνουν λίγο πιο πίσω. Οι μεν διά του «σκληρού» Brexit φαντάζονται το μέλλον σαν μια εκδοχή της βικτωριανής εποχής, τότε που η Βρετανία μόνη της κυριαρχούσε στον κόσμο, και οι δε τη μεταπολεμική εποχή της σοσιαλδημοκρατικής ευημερίας, χωρίς φυσικά το τέλμα που δημιουργήθηκε στο τέλος της στη δεκαετία του 1970. Ετσι, στο Labour Manifesto εμφιλοχώρησαν προτάσεις για την επανεθνικοποίηση των σιδηροδρόμων, εταιρειών ηλεκτρικού και φυσικού αερίου, ταχυδρομείου, ή η χάραξη βιομηχανικής πολιτικής με ενίσχυση κάποιων τομέων που η κυβέρνηση θα χαρακτηρίζει στρατηγικούς. «Για κάθε στρατηγική βιομηχανία», γράφουν στο μανιφέστο τους, «η επόμενη κυβέρνηση των Εργατικών θα δημιουργήσει μια επιτροπή στα πρότυπα της επιτυχημένης Επιτροπής Αυτοκινητοβιομηχανίας, να επιβλέπει τη μελλοντική ασφάλεια και ανάπτυξη του κλάδου». Βεβαίως, δεν γνωρίζουμε πόσο επιτυχημένο υπήρξε αυτό το Automotive Council, αφού οι περισσότερες αυτοκινητοβιομηχανίες της Βρετανίας έκλεισαν ή πουλήθηκαν χρεοκοπημένες, αλλά μέχρι να συνεδριάσει και να αποφασίσει μια επιτροπή, π.χ., για το «ηλεκτρικό αυτοκίνητο», η Tesla ήδη το έχει φτιάξει και το κυκλοφορεί στην αγορά. Το πρόβλημα με τις επιτροπές είναι αυτό που έλεγε ο Αμερικανός δημοσιογράφος Richard Long Harkness: «Επιτροπή είναι μια ομάδα ανθρώπων που δεν θέλουν, διορισμένη από ανθρώπους που δεν μπορούν, για να φτιάξουν αυτό που δεν χρειάζεται».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ακόμη και προοδευτικές προτάσεις για το πληροφοριακό μέλλον των κοινωνιών μας έχουν αριστερο-συντηρητικές ρίζες. Είναι σημαντικό πρόβλημα, για παράδειγμα, ότι πολλοί νέοι άνθρωποι μένουν εκτός ανώτατης εκπαίδευσης εξαιτίας του κόστους της. Η κατάργηση των διδάκτρων στα ΑΕΙ που προτείνουν οι Εργατικοί μπορεί να είναι μια λύση. Οχι μόνο για ηθικούς λόγους (ένας νέος στη Βρετανία που δεν έχει τα μέσα ξεκινά να ανταγωνίζεται τους συνομηλίκους του κουβαλώντας κατά μέσον όρο 60.000 ευρώ χρέος), αλλά διότι χάνονται πολλά χρήσιμα στην κοινωνία μυαλά όταν ανάμεσα στις σπουδές και στα νέα παιδιά παρεμβάλλεται το λογιστήριο. Αλλά σε μια εποχή που το τοπίο της Παιδείας και δη της ανώτατης αλλάζει ριζικά χρόνο με τον χρόνο, το Εθνικό Σύστημα Εκπαίδευσης δεν μπορεί να είναι η απάντηση, ασχέτως αν το Εθνικό Σύστημα Υγείας ήταν το 1945 η λύση.
Βεβαίως, για να πούμε και των Εργατικών το δίκιο, σε ένα τόσο ευμετάβλητο παρόν είναι πολύ δύσκολο να προτείνουν κάτι για το μέλλον που θα κάνει νόημα. Γι’ αυτό και όλοι προσφεύγουν στο παρελθόν. Σε περιόδους μεγάλων και δη εξωγενών αλλαγών, ο συντηρητισμός είναι ενστικτώδης αντίδραση. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να κατανοήσουν το ρευστό παρόν και γι’ αυτό καταφεύγουν σε ένα ψευδεπίγραφο παρελθόν. Γράφαμε και παλιότερα (30.6.2011) πως «υπάρχει η πατίνα του χρόνου που εξιδανικεύει το παρελθόν και μεγεθύνει τα προβλήματα του παρόντος. Είναι πολλοί εκείνοι που νοσταλγούν τη ζωή στις πόλεις πριν από πενήντα χρόνια –όπου “όλα ήταν πιο ανθρώπινα”- αλλά έχουν απωθήσει από τη μνήμη τους ότι όλοι οι δρόμοι ακόμη και πέριξ του κέντρου της Αθήνας βούλιαζαν στη λάσπη τον χειμώνα και στη σκόνη το καλοκαίρι. Είναι ανθρώπινο να νοσταλγούν οι παλιότεροι το παρελθόν, διότι νοσταλγούν τη νιότη τους. Οταν κάποιος είναι νέος, δεν χρειάζεται νοσοκομείο και οι ελλείψεις στις υποδομές υγείας (που ήταν απείρως μεγαλύτερες από τις σημερινές) περνούσαν απαρατήρητες. Οι άνθρωποι πέθαιναν σε ηλικία που σήμερα θεωρούμε μικρή (πενήντα-εξήντα χρόνων), και μάλιστα από ασθένειες που, σήμερα είναι ιάσιμες, ενώ όσο ζούσαν δούλευαν τόσο πολύ που δεν είχαν τον χρόνο να σκεφθούν πόσο καλά ή πόσο άσχημα είναι. Συνεπώς, κάθε φορά που συζητάμε για «τα παλιά» πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη το μικρό καλάθι της μνήμης».
Στα καθ’ ημάς, η νοσταλγία του παλιού «καλού καιρού» εκφράζεται διά του εθνικού νομίσματος. Οχι μόνο τώρα, αλλά ιστορικώς. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε έρευνα της Public Issue με το ερώτημα «εάν γινόταν σήμερα στην Ελλάδα δημοψήφισμα για το ευρώ, εσείς τι θα ψηφίζατε; Μάλλον υπέρ ή μάλλον κατά του ευρώ; Δηλαδή, θα ψηφίζατε μάλλον να μείνει η Ελλάδα ή μάλλον να φύγει από το ευρώ;», υπέρ του ευρώ απάντησε το 50% των ερωτηθέντων και κατά το 46%. Να σημειώσουμε ότι η έρευνα έγινε 19-21.11.2008, τότε που οι πολίτες δεν ήταν καν υποψιασμένοι για την κρίση της ελληνικής οικονομίας που ερχόταν. Σημειώναμε τότε «ποιος θυμάται άραγε πόσο γρήγορα το χιλιάρικο έγινε πεντοχίλιαρο και το πεντοχίλιαρο δεκαχίλιαρο; Ποιος θυμάται τις οιμωγές για την ακρίβεια, τότε που για να πάρει κάποιος στεγαστικό δάνειο διαπραγματευόταν επιτόκια της τάξεως του 25% και άνω; Οι πολίτες δικαίως δυσανασχετούν από τα οικονομικά τους προβλήματα, αλλά αδίκως ρίχνουν το φταίξιμο στο νόμισμα. Φυσικά δεν είναι υποχρεωτικό να γνωρίζουν όσα και οι οικονομολόγοι, αλλά κάποιος έπρεπε να τους διαφωτίσει ότι το ευρώ απλώς ανέδειξε τις αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, δεν τις δημιούργησε. Αυτές προϋπήρχαν, απλώς όμως καλύπτονταν με υποτιμήσεις και διολίσθηση της δραχμής. Τα ίδια μέτρα όμως που κάλυπταν το πρόβλημα ταυτόχρονα το χειροτέρευαν…» («Η νοσταλγία για τη δραχμή», «Καθημερινή» 4.12.2008).
Ο συντηρητισμός έχει ισχυρό ιδεολογικό υπόβαθρο στις κοινωνίες και δεν πρέπει να τον υποτιμούμε. Το πρώτο που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι η συντηρητική πρόταση είναι απλή και την κατανοούν όλοι: είναι ο κόσμος που έχουμε. Μπορεί αυτός ο κόσμος να έχει προβλήματα, αλλά στους περισσότερους πολίτες είναι πολύ πιο κατανοητός και λιγότερο επίφοβος από οποιαδήποτε πρόταση αλλαγής του υπάρχοντος. Συνεπώς, η εύκολη λύση στη Βρετανία ήταν να επιλέξει κάθε κόμμα την περίοδο του παρελθόντος που επιθυμούσαν οι ψηφοφόροι του να νοσταλγήσουν παρά η δημιουργία νέων προτάσεων, που είναι και το ζητούμενο για κάθε κοινωνία που δεν φοβάται.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 18.6.2017