Ζενέ, κρατικές επιχορηγήσεις, πρωτοποριακή τέχνη.
Και ξαφνικά όλα έγιναν αχταρμάς. Το θέατρο, το αίμα, ο Σάββας, ο Αδόλφος, η τέχνη, το Rimini Protokoll, η τρομοκρατία, και η τρομολαγνεία. Φυσικά εθλίβη ο υπουργός Πολιτισμού για το κατέβασμα της παράστασης με κείμενα του κ. Σάββα Ξηρού· ίσως επειδή η παράσταση απείχε πολύ της αριστείας. Λειτούργησαν τα τυπικά ανακλαστικά της Μεταπολίτευσης: έγινε διαδήλωση με συνθήματα κατά της λογοκρισίας (!), του μακαρθισμού (!) και της Ιεράς Εξέτασης! Κάποιοι κρίνουν τις λεκτικές διαμαρτυρίες για το έργο της κ. Πηγής Δημητρακοπούλου, δείχνοντας φωτογραφίες από σχισμένες επιγραφές κινηματογράφων όταν έπαιζαν τον «Τελευταίο Πειρασμό» του Μάρτιν Σκορτσέζε. Άλλοι, πάλι, ανασύρουν παραδείγματα από την αλλοδαπή και τη θεατρική ομάδα Rimini Protokoll, η οποία ανέβασε τον «Αγώνα» του σφαγέα των Εθνών. Μερικοί ανασύρουν το «Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» του Σαββόπουλου και κάποιοι θυμούνται ότι και ο Ζαν Ζενέ έγραφε από τη φυλακή. Κανονικό πανηγύρι, δηλαδή, και δεν ξέρουμε αν διαμαρτυρήθηκε για τη «λογοκρισία» η οργάνωση «Μαύρο Σκυλί»· είναι —αν θυμάστε— μια ομάδα υπερεπαναστατών, που το 2009 είχε κάνει γυαλιά-καρφιά το «Από Μηχανής Θέατρο» γιατί δεν τους άρεσε ο τρόπος που απέδωσε ο Μισέλ Φάις το δράμα της Κούνεβα.
Για να βγάλουμε λοιπόν άκρη, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τις έννοιες. Καταρχάς, δεν υπάρχει λογοκρισία. Δεν ήταν κάποια εξουσία που κατέβασε το έργο, ούτε «επισκέφτηκαν» τον χώρο οι συνήθεις Χρυσαυγίτες ή/και «επαναστάτες» για να διακόψουν με «δυναμικό τρόπο» την παράσταση, όπως γινόταν πολλάκις κατά το παρελθόν. Η απόφαση ήταν του καλλιτεχνικού διευθυντή, ο οποίος λέει ότι δέχτηκε κάποιες ανώνυμες απειλές, ακόμη και για ρουκέτες. Δεν ξέρουμε πόσο σοβαρές ήταν αυτές οι απειλές, αν όμως οι δημιουργοί υπέκυπταν σε όσα λέγονται στο Twitter, η Σώτη Τριανταφύλλου, η Λένα Διβάνη και πολλοί άλλοι συγγραφείς έπρεπε να είχαν φύγει διά παντός από τη χώρα.
Το σίγουρο είναι ότι επεισόδια από το «ακραίο κέντρο» (αυτό είναι νεολογισμός και μεταμοντέρνο καλαμπούρι που διακινούν διάφοροι ανόητοι της Αριστεράς) δεν υπήρξαν. Δεν έσκισαν αφίσες της παράστασης κάποιοι θερμόαιμοι για να συγκρίνουμε αντιδράσεις με τον «Τελευταίο Πειρασμό» του Σκορτσέζε, αλλά ούτε καν διοργανώθηκε κάποια παρέμβαση έξω από το θέατρο. Ουδείς εμποδίστηκε να δει το έργο. Απλώς κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν λεκτικώς για την επιλογή του Εθνικού, και —μεταξύ μας— θα ήταν ευλογία για τον τόπο αν τα «ακραία άκρα» περιορίζονταν να εκφράζουν τις διαφωνίες τους μόνο με ανακοινώσεις.
Θα ξεπεράσουμε ως αστειότητα τη σύγκριση του Ζαν Ζενέ ή και του Ντοστογιέφσκι (!) με τον κ. Σάββα Ξηρό, αλλά θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα έργα του Ζενέ δεν εκδίδονταν από το Εθνικό Τυπογραφείο της Γαλλίας.
Υπάρχει ένα θεμελιώδες πρόβλημα όταν το κράτος ανακατεύεται με τις τέχνες. Γράφαμε και παλιότερα για τη βασική αντίφαση «μεταξύ επιδότησης και πρωτοποριακής τέχνης, αντίφαση η οποία εδράζεται στον δημοκρατικό κανόνα. Σε μια κοινωνία, ο προϋπολογισμός του κράτους πρέπει να αποτυπώνει τη θέληση της πλειονότητας των πολιτών για τις ποικίλες δαπάνες που χρηματοδοτούνται από τον κοινό μας κορβανά. Όμως, η αληθινά πρωτοποριακή τέχνη δεν θα χρηματοδοτηθεί ποτέ από τον προϋπολογισμό, ακριβώς επειδή είναι αιρετική. Στρέφεται εναντίον των κατεστημένων αντιλήψεων. Ενοχλεί την πλειονότητα, η οποία όμως έχει το δημοκρατικό δικαίωμα να ορίζει σε τι θα διατεθούν τα λεφτά της» («Τέχνες και επιδοτήσεις», Καθημερινή, 4.11.2006).
Φυσικά, δεν γνωρίζουμε πόσο πρωτοποριακό ήταν το έργο της κ. Πηγής Δημητρακοπούλου — από τις εξομολογήσεις της, συνάγουμε ότι, όπως προχείρως κατέβηκε, έτσι προχείρως και ανέβηκε («Άρπα Κόλα, Εθνικό», Καθημερινή, 28.1.2016). Αλλά το θεμελιώδες, εδώ, πρόβλημα παραμένει: μπορεί κάποιος με λεφτά των φορολογουμένων να κάνει κάτι που οι φορολογούμενοι δεν θέλουν;
Δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Amagi στις 31.1.2015