Το μόνο κομμάτι της ΕΣΣΔ που επιβίωσε στον σύγχρονο κόσμο, είναι το ελληνικό αστυνομικό τμήμα. Κι αυτό, όχι γιατί κυκλοφορούν πολλές στολές. Ενα ελληνικό αστυνομικό τμήμα έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας σοβιετικής υπηρεσίας: πολύ χαρτί, πολλές σφραγίδες, τεράστιες ουρές και περισσότερο παραλογισμό.
Στο Τμήμα Ασφαλείας Κυψέλης, ελλείψει προσωπικού, υπάρχει ένας αξιωματικός υπηρεσίας -σχεδόν αμούστακο παλικάρι-, που είναι μονίμως σκυμμένος στα χαρτιά και γράφει, γράφει, γράφει… Πού και πού σηκώνει το κεφάλι του ψάχνοντας την κατάλληλη σφραγίδα. Ακούγεται ο υπόκωφος γδούπος, και ο αξιωματικός συνεχίζει να γράφει, να γράφει…
Μια ηλικιωμένη κυρία με τσεμπέρι περιμένει καθισμένη μπροστά από το γραφείο του. Κρατάει την τσάντα της με τα δύο χέρια, όπως κάνουν όλοι οι άνθρωποι του λαού μπροστά στην εξουσία. Κάθε λαού· η μεσόκοπη κυρία είναι μετανάστρια και θέλει ανανέωση της άδειας παραμονής.
Απ’ έξω περιμένουν κάθε καρυδιάς, καρύδι. Τρεις Αφρικανοί μετανάστες με τα χαρτιά στα χέρια συνομιλούν μελωδικά στη γλώσσα τους. Δίπλα, κάποιες μαθήτριες περιμένουν να βγάλουν αστυνομική ταυτότητα. Δύο ημεδαποί είναι υποχρεωμένοι να δίνουν το «παρών» κάθε 15 ημέρες στο τμήμα. Γκρινιάζουν διότι «άλλοι τη βγάζουν καθαρή έχοντας στην πλάτη τους φόνο», ενώ αυτοί είναι υποχρεωμένοι να στήνονται κάθε δύο εβδομάδες με τις ώρες έξω από το γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας. Πραγματικά: ίσως αυτός να είναι ο καταλληλότερος σωφρονισμός. Από τις 10 το πρωί, που ήρθε ένας από αυτούς, κατάφερε να δηλώσει την παρουσία του στις 4.45 το απόγευμα. Βέβαια, προλάβαινε στο ενδιάμεσο να κάνει φόνο, έχοντας το τέλειο άλλοθι: «Ημουν στο αστυνομικό τμήμα»…
Ο άλλος Ελληνας, που είναι ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, ξεκινά να λέει την ιστορία του χωρίς να τον ρωτήσει κανείς. Διηγείται πώς έσωσε μια νεαρή Ελληνίδα από βιασμό που επιχείρησαν τρεις -τι άλλο; – αλλοδαποί. Εχει μαύρη ζώνη στις πολεμικές τέχνες, λέει, και γι’ αυτό κατάφερε να «τους τακτοποιήσει και τους τρεις». Στον ένα μάλιστα προκάλεσε ανήκεστο βλάβη. «Πας να κάνεις το καλό και βρίσκεσαι μπλεγμένος», συμπεραίνει. «Αλλά έτσι είναι το ελληνικό κράτος. Αφήνει τους ξένους να αλωνίζουν ελεύθερα και τρέχει εμάς τους γνήσιους Ελληνες».
Ο κατηγορούμενος καρατέκα συνεχίζει να μιλάει στους ημεδαπούς μεσήλικες που περιμένουν κι αυτοί για να δηλώσουν απώλεια ταυτότητας. Τους περιγράφει με τα πιο μελανά χρώματα την απώλεια της ταυτότητας της χώρας. Για τις νεαρές πόρνες στην Ομόνοια, για τα πρεζόνια που θα κάνουν τα πάντα για τη δόση τους, για τις μαφίες του κέντρου. Ξέρει. Εχει μαύρη ζώνη και μπορεί να τους «τακτοποιήσει» όλους, αλλά φοβάται το μπλέξιμο. Από τον κάτω όροφο ακούγονται οι γοερές κραυγές μιας νεαρής, που καλεί τη μάνα της. «Είναι, δεν είναι 16 χρόνων», αποφαίνεται ο έμπειρος καρατέκα.
Ο συνήγορος υπεράσπισης δείχνει να είναι οικείος στο χώρο. Μιλάει διαρκώς στο κινητό και δείχνει τη νευρικότητα του νεαρού φιλόδοξου ανδρός που έχει πολλά να κάνει. Μπαινοβγαίνει στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας, «τι θα γίνει, κύριε αξιωματικέ, με την περίπτωση του…». «Να περιμένετε, κύριε. Βλέπετε ότι έχω δουλειά». Ο συνήγορος προφανώς ξέρει τόσο καλά το νόμο ή είναι τόσο εθισμένος με την παρανομία, που περιμένοντας ανάβει τσιγάρο. Ακριβώς κάτω από το μεγάλο (και κολλημένο με σελοτέιπ) χαρτί «Μην καπνίζετε».
Πού και πού, το αμούστακο παλικάρι σταματάει για λίγο να είναι ΚΕΠ και γίνεται αξιωματικός υπηρεσίας. Αστυνομικοί με πολιτικά συνοδεύουν κάποιον σιδηροδέσμιο. Ο αξιωματικός υπηρεσίας ανοίγει ένα τεράστιο και φαγωμένο από τη χρήση τετράδιο, προφανώς καταγράφει τη σύλληψη και μετά ξαναγίνεται ΚΕΠ. «Θα κάνετε μια αίτηση προς την τάδε υπηρεσία με ένα παράβολο των 30 ευρώ…» λέει στην κυρία, η οποία συνεχίζει να κρατά την τσάντα της με τα δυο της χέρια, μόνο που μετά το απρόσμενο τετ-α-τετ με τον κρατούμενο την κρατάει λίγο πιο σφιχτά.
Επειτα από έξι ώρες στην ουρά, μπορεί κάποιος να βγάλει μερικά πρώτα συμπεράσματα για τα αστυνομικά τμήματα. Τα γραφεία πρέπει να είναι τα πιο άθλια της ελληνικής δημόσιας διοίκησης. Η μηχανογράφηση έχει προχωρήσει ελάχιστα. Υπάρχει τεράστια έλλειψη προσωπικού (επειδή οι αστυνομικοί καλούνται να κάνουν και όλα τ’ άλλα: από το να συνοδεύουν τους προύχοντες, μέχρι να βγάζουν διαβατήρια και να μεταφέρουν δικόγραφα).
Το μόνο πράγμα σε αφθονία είναι ο γραφειοκρατικός παραλογισμός. Τον περιέγραψε γλαφυρά σε αυτή την εφημερίδα πριν από μία βδομάδα (9.3.2010) ο κ. Χρήστος Γιανναράς: «… Υπάρχει καινούργιος τύπος αστυνομικής ταυτότητας που πρέπει να αποκτήσει κάθε πολίτης. Η απόκτηση προϋποθέτει αυτοπρόσωπη παρουσία στο αστυνομικό τμήμα με τη συνοδεία ενός “μάρτυρα”. Το ελλαδικό κράτος δεν αναγνωρίζει εγκυρότητα στα πιστοποιητικά ταυτοπροσωπίας που έχει το ίδιο χορηγήσει: προηγούμενο Δελτίο Αστυνομικής Ταυτότητας, διαβατήριο, άδεια οδήγησης αυτοκινήτου. Χρειάζεται έναν πρώτο τυχόντα που ο πολίτης θα τον σέρνει επί μέρες στην “ουρά”… Χρειάστηκαν τρία χαμένα πρωινά δουλειάς δύο ανθρώπων (ακοστολόγητες από το κράτος “εργατοώρες”), τρεις φορές να υποχρεωθώ σε ευγενικούς γείτονες για την αποδοχή τους να μαρτυρήσουν ότι δεν είμαι κάποιος άλλος από αυτόν που φωτογραφίζουν τρία κρατικά πιστοποιητικά».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 17.3.2010