Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα σχετικά με τα αποκαλούμενα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Καταρχήν, το αίτημα της προστασίας της ιδιωτικής ζωής είναι καινούριο στην ανθρώπινη ιστορία, αγγλοσαξονικής έμπνευσης («το σπίτι μου, φρούριό μου») και δείγμα ώριμης αστικής δημοκρατίας. Κατά δεύτερον, η προστασία της ιδιωτικής ζωής πρέπει να είναι απόλυτη σε ιδιωτικούς χώρους. Αντιθέτως, οτιδήποτε γίνεται δημόσια δεν μπορεί να προστατεύεται από τους ίδιους νόμους.
Στην Ελλάδα ξεχειλώνουμε τις έννοιες έτσι ώστε κατ’ ουσία να τις καταργούμε. Το αυτό συνέβη και με το αίτημα της προστασίας της ιδιωτικής ζωής. Κάτω από την ομπρέλα της ιδιωτικότητας προσπαθήσαμε να χωρέσουμε τα πάντα. Από τις συμβάσεις που συνάπτουν κάποιοι με το Δημόσιο μέχρι τη δημοσιοποίηση ονομάτων ανθρώπων που κατηγορούνται από τις δημόσιες αρχές για παραβατική συμπεριφορά, μέχρι τη φωτογράφηση από ιδιώτες ατόμων σε δημόσιους χώρους και μέχρι τη χρήση κάμερας επιτήρησης πάλι σε δημόσιους χώρους.
Έτσι υπό το πρόσχημα της προστασίας της ιδιωτικής ζωής και με αποφάσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) προωθείται:
1. Η αδιαφάνεια στις δημόσιες συμβάσεις. Έγινε προσπάθεια να αποκρυφτούν συμβάσεις με το Δημόσιο και υπήρξε πρόστιμο της Αρχής στην Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ), επειδή η τελευταία δημοσιοποίησε τα ονόματα δημοσιογράφων που εργάζονται σε δημόσιους φορείς. Βέβαια πριν από ένα μήνα η Αρχή… επέτρεψε στους βουλευτές να μάθουν πώς γίνονται οι προαγωγές υπαλλήλων στο Δημόσιο (σ.σ.: εκεί φτάσαμε! Να θεωρούμε κατάκτηση το αυτονόητο!), αλλά δεν αρκεί. Ολες οι συμβάσεις με το Δημόσιο, είτε αυτές έχουν να κάνουν με φυσικά πρόσωπα είτε με νομικά, πρέπει να δημοσιοποιούνται ηλεκτρονικά. Ετσι για να ξέρει κάθε πολίτης τι γίνονται τα χρήματα που πληρώνει στο κράτος.
2. Η επιλεκτική αδιαφάνεια στις πράξεις των διωκτικών αρχών. Πότε μαθαίνουμε ποιους συλλαμβάνει η Αστυνομία και πότε όχι. Για παράδειγμα, ακόμη δεν γνωρίζουμε αν ο φαντομάς του Πειραιά, ο άνθρωπος που κατηγορείται ότι έκλεψε τις πιστωτικές κάρτες χιλιάδων Αμερικανών, είναι πραγματικό πρόσωπο ή αποκύημα της φαντασίας των διωκτικών αρχών. Εντάξει! Είναι υπερβολική η αναλογία, αλλά με εντολή της ΑΠΔΠΧ σχηματίζεται ένας ακόμη χώρος αδιαφάνειας στη λειτουργία του δημόσιου τομέα.
Για να γίνει πιο ξεκάθαρο: Το να μάθουμε ότι η Αστυνομία συνέλαβε κάποιον για ένα έγκλημα, είναι είδηση που αφορά τους πολίτες. Ξέρουν αν μη τι άλλο τι κάνουν οι διωκτικές αρχές που πληρώνουν. Το να γράψει μια εφημερίδα «ιδού ο φονιάς» είναι αλητεία. Αυτή η αλητεία όμως δεν διορθώνεται με τη λογική «κόψει κεφάλι», δηλαδή με μπλακ άουτ στην ενημέρωση. Διορθώνεται με στηλίτευση, δηλαδή με κράξιμο του αλήτη.
Στο ερώτημα «τι γίνεται αν αυτός αθωωθεί;», η απάντηση είναι μία: Τα ΜΜΕ καταγράφουν το γεγονός της σύλληψης, δεν αποφαίνονται περί της αθωότητας ή ενοχής του κατηγορουμένου. Αν κάποιοι δημοσιογράφοι δεν αντιλαμβάνονται το τεκμήριο αθωότητας πρέπει να τους κράξουμε και να τους παραπέμψουμε άμεσα στα πειθαρχικά των Ενώσεων Συντακτών. Αν τηρηθούν οι κανόνες δεοντολογίας και κάποιοι από τους αναγνώστες ή τηλεθεατές δεν αντιλαμβάνονται τη διαφορά σύλληψης και ενοχής, τι να κάνουμε; Δεν μπορούμε να νομοθετούμε με βάση την ηλιθιότητα μέρους του πληθυσμού; Ούτε να επιβάλλουμε μπλακ άουτ στην ενημέρωση, επειδή κάποιοι δεν έχουν ικανότητα αντίληψης.
3. Ο νομοθετικός παραλογισμός με τις κάμερες. Οτιδήποτε γίνεται σε δημόσιο χώρο είναι δημόσια περιουσία και καθένας μπορεί να το αποτυπώσει, είτε στον καμβά είτε με φωτογραφική μηχανή είτε με κάμερα. Όποιος κι αν είναι: Δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας, δημοσιογράφος ή τουρίστας. Το αίτημα της προστασίας της ιδιωτικής ζωής ισχύει μόνο στους ιδιωτικούς χώρους.
Παρένθεση: Στην Ελλάδα έφτασε ο αλήστου μνήμης κ. Φίλιππος Πετσάλνικος να νομοθετήσει τον παραλογισμό. Πρέπει, λέει, να υπάρχει γραπτή (!) άδεια όλων εκείνων που μπορεί να φωτογραφηθούν ή να βιντεοσκοπηθούν. Με άλλα λόγια, αν ένας τουρίστας θέλει να τραβήξει την Ακρόπολη πρέπει να ζητήσει τη γραπτή άδεια όλων των επισκεπτών που τυχαία μπορεί να μπουν στη γωνία λήψης του. Αν ένας φωτορεπόρτερ τραβήξει κάποια διαδήλωση πρέπει να ζητήσει γραπτώς την άδεια 400-500 ατόμων -ευτυχώς, δηλαδή, δεν είναι πια μαζικές οι διαδηλώσεις. Κλείνει η παρένθεση…
Το ίδιο ισχύει για τις κάμερες της τροχαίας ή της Αστυνομίας. Από τη στιγμή που στοχεύουν δημόσιο χώρο είναι νόμιμες. Αν τώρα κάποιος θέλει να προστατεύσει την ιδιωτική του ζωή μένει σπίτι του, όπου η προστασία είναι και πρέπει να είναι απόλυτη. Ετσι κι αλλιώς κάθε φορά που ξεμυτίζουμε σε δημόσιο χώρο κάνουμε μια άτυπη σύμβαση: Παραχωρούμε το δικαίωμα της ιδιωτικότητάς μας. Είναι αυτονόητο. Αν υπάρχει ιδιωτικότητα σε δημόσιους χώρους, τότε όλοι πρέπει να κυκλοφορούμε με κλειστά τα μάτια, διότι και το βλέμμα κάποιου παραβιάζει την «ιδιωτική» μας σφαίρα. Σκεφθείτε δηλαδή να δει η κουτσομπόλα της γειτονιάς ένα παράνομο ζευγάρι σε μια πλατεία! Δεν έχουμε υπό την παραπάνω λογική παραβίαση… (πολύ) ευαίσθητων δεδομένων;
Το ξεχείλωμα της προστασίας προς μία κατεύθυνση υπονομεύει δικαιώματα προς άλλες κατευθύνσεις. Είτε διότι η προστασία γίνεται τόσο ασφυκτική και τελικά αποτινάσσεται εξ ολοκλήρου (ακόμη κι εκεί που πρέπει να υπάρχει) είτε διότι ροκανίζει άλλα δικαιώματα, όπως π.χ. το δικαίωμα της πληροφόρησης…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 17.7.2005