Χαμένοι στη μετάφραση, οι Έλληνες έκαναν την «4η τάξη» «4η εξουσία», κι αυτό στη διάρκεια του χρόνου έχει σοβαρές επιπτώσεις.
Ο πιο επικίνδυνος χαρακτηρισμός για την ελευθερία του λόγου στη χώρα μας είναι αυτός που άκριτα όλοι αναπαράγουμε: «Τέταρτη Εξουσία». Μ’ αυτόν πιθανώς πολλοί δημοσιογράφοι να νιώθουν όμορφα: θεωρούν εαυτούς μετόχους στη διακυβέρνηση του τόπου, συνομιλητές των εκλεγμένων και δημοκρατικά νομιμοποιημένων λειτουργών των τριών κατά Μοντεσκιέ συντεταγμένων εξουσιών, ή, τέλος πάντων, σημαντικοί. Μπορεί πάλι ο όρος «Τέταρτη Εξουσία» να είναι όμορφος. Μόνο που είναι τελείως λάθος. Και ιστορικά και πολιτικά.
Ο όρος προέρχεται από μια ομιλία του μεγάλου Ιρλανδού στοχαστή και πολιτικού Έντμουντ Μπερκ (1729-1779) ο οποίος δεν μίλησε για «Τέταρτη Εξουσία», αλλά χαρακτήρισε τους δημοσιογράφους «Τέταρτη Τάξη» («fourth estate») εντός του Κοινοβουλίου μαζί με τις υπόλοιπες τρεις τάξεις της εποχής (ευγενείς, κλήρος και λαός). Βέβαια, ο Μπερκ μίλησε για την ισχύ που αποκτούσαν όχι μόνο οι δημοσιογράφοι, αλλά οι εγγράμματοι -«η τυπωμένη γραφή είναι ισάξια της Δημοκρατίας»- και υπήρξε ενθουσιώδης για τις δυνατότητες που έδινε ο Τύπος: «Οποιοσδήποτε μπορεί να μιλήσει, μιλά τώρα σε ολόκληρο το έθνος… Δεν έχει σημασία σε ποια τάξη ανήκει, τι εισοδήματα ή τι τίτλους έχει: η προϋπόθεση είναι να έχει γλώσσα που οι άλλοι θα ακούν, και δεν χρειάζεται τίποτε άλλο».
Χαμένοι στη μετάφραση, οι Έλληνες (και υπό την επήρεια της μαρξιστικής σχολής της Φρανκφούρτης), έκαναν την «τάξη» «εξουσία», κι αυτό στη διάρκεια του χρόνου έχει σοβαρές επιπτώσεις. Κατ’ αρχήν όλοι συμφωνούμε τη στιγμή που υπάρχει σε κάποιο τόπο μια εξουσία (ή κάποια λειτουργία χαρακτηρίζεται ως «εξουσία») είναι καθήκον κάθε δημοκρατικού πολίτη να την περιορίζει. Και μάλιστα με τον ίδιο τρόπο που περιορίζει τις τρεις «θεσμισμένες εξουσίες». Αν θεωρήσουμε ότι τα ΜΜΕ αποτελούν «εξουσία», τότε έχει δίκιο ο κ. Σταύρος Τσακυράκης να ισχυρίζεται στο χθεσινό του άρθρο ότι το Σύνταγμα δεν «επιφυλάσσει στο δημοσιογράφο και τα Μέσα Ενημέρωσης μία εξουσία που αρνείται στο δικαστή» («Περί κασετών και δημοσιογράφων», Απογευματινή 21.2.2004)
Το ερώτημα λοιπόν είναι αυτό: Μήπως, δηλαδή, τα ΜΜΕ είναι έτσι κι αλλιώς εξουσία, είτε μεταφράσαμε σωστά τον Έντμουντ Μπερκ είτε όχι; Κατ’ αρχήν κατά τον Γ. Μπαμπινιώτη εξουσία είναι «η δυνατότητα που πηγάζει από δικαίωμα ή από ισχύ, να επιβάλλει κάποιος τη θέλησή του σε άλλους». Τα ΜΜΕ δεν έχουν τη δυνατότητα να επιβάλουν την θέλησή τους σε άλλους. Μπορεί να επηρεάζουν προς την α’ ή τη β’ κατεύθυνση τη λήψη αποφάσεων, επ’ ουδενί όμως δεν επιβάλλουν, διότι δεν μπορούν να ασκήσουν φυσική βία. Οι τρεις συντεταγμένες εξουσίες (έχοντας το μονοπώλιο της βίας) μπορούν. Εάν ένας δικαστής λάβει υπόψη του προϊόντα υποκλοπών στο δικαστήριο, ο κατηγορούμενος πάει φυλακή (φυσική βία). Εάν ένας δημοσιογράφος μεταδώσει τις κασέτες, ο κατηγορούμενος δεν πάει φυλακή. Μπορεί να έχει άλλες επιπτώσεις στον κοινωνικό του περίγυρο (απαξία), αλλά όπως έγραφε πρόσφατα και ο συγγραφέας κ. Σάλμαν Ρούσντι «Η ιδέα πως μπορεί να οικοδομηθεί οποιουδήποτε τύπου ελεύθερη κοινωνία πάνω στο αξίωμα πως κανείς άνθρωπος δεν πρόκειται ποτέ του να εξυβριστεί ή να ενοχληθεί, είναι πλήρης παραλογισμός… Η Δημοκρατία δεν είναι δεξίωση, όπου όλοι οι προσκεκλημένοι κάθονται ήσυχα και συζητούν όλο ευγένεια». (Σ.Σ.: Πηγαίνοντας βέβαια λίγο βαθύτερα θα δούμε ότι ακόμη και πολιτιστικά ο λόγος αντιμετωπίζεται διαφορετικά στην ελληνική και στην αγγλοσαξονική παράδοση. Ενώ στα ελληνικά υπάρχει η παροιμία «η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει», στις ΗΠΑ η αντίστοιχη παροιμία είναι «πέτρες και ξύλα μπορούν να σπάσουν τα κόκαλά μου, αλλά οι λέξεις δεν μπορούν να με τραυματίσουν»).
Το θέμα όμως είναι απλό: τα ΜΜΕ δεν ασκούν εξουσία. Δεν ρυθμίζουν για την πορεία μιας κοινωνίας ή ενός ατόμου. Και δεν είναι μονολιθικά. Ακόμη κι αν ένας παράγων των ΜΜΕ θέλει το α’, υπάρχουν άλλοι πέντε που θέλουν το β’ κι άλλοι τόσοι που επιθυμούν το γ’. Η ισχύς τους είναι εικονική: χρειάζονται κάποιοι άλλοι να εφαρμόσουν αυτά που τα ΜΜΕ προτείνουν (και όχι υπαγορεύουν). Πατώντας όμως στην υποτιθέμενη «εξουσία» των ΜΜΕ πολλοί, που έχουν λόγους να αποφύγουν την έκθεση των πεπραγμένων τους (κι αυτοί είναι συνήθως οι κατέχοντες την πραγματική εξουσία), περιορίζουν τον Τύπο στο όνομα κάποιας δημοκρατικής τάξης. Κι αυτό είναι σε βάρος αυτής της δημοκρατικής τάξης.
ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
Είχε δίκιο η Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) που διαμαρτυρήθηκε για τη δίωξη του κ. Κώστα Παπαϊωάννου «με την “κατηγορία” της ηθικής αυτουργίας για πρόκληση ποινικού αδικήματος, το οποίο διέπραξε στη συνέχεια άγνωστος φυσικός αυτουργός. Ουσιαστικά δικάζεται γιατί δεν αποκάλυψε την πηγή της πληροφορίας του, την πηγή που του υπέδειξε το έγγραφο που δημοσίευσε».
«Η πρωτοφανής αυτή κατηγορία», συνεχίζει η ΕΣΗΕΑ, «είναι φανερό ότι αποτελεί ένα ακόμα πλήγμα στην ελευθερία της δημοσιογραφικής έρευνας της έκφρασης και της κριτικής».
Η ΕΣΗΕΑ έχει δίκιο να διαμαρτύρεται, αλλά η «πρωτοφανής αυτή κατηγορία» στηρίζεται προφανώς σε κάποιον «πρωτοφανή νόμο» που μαζί με πολλούς -μα, πάρα πολλούς!- άλλους νόμους αποτελούν ένα νομοθετικό ναρκοπέδιο στην ελευθερολογία. Μήπως πρέπει οι Ενώσεις Συντακτών να κωδικοποιήσουν κατ’ αρχήν τους ανελεύθερους αυτούς νόμους και να επιδιώξουν την κατάργησή τους; Αρκετά επαναπαυτήκαμε από το γεγονός ότι το Σύνταγμα και οι νόμοι δεν εφαρμόζονται σ’ αυτή τη χώρα. Τα πράγματα είναι χειρότερα από τη μη-εφαρμογή τους. Είναι η επιλεκτική εφαρμογή, όπως έδειξε και η δίωξη του κ. Κώστα Παπαϊωάννου.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 21.2.2005