Ο Ντιούι, ο Τρούμαν και ο Τσιτουρίδης. Το χρονικό μιας δημοσιογραφικής γκάφας.
Συμβαίνει και στις καλύτερες εφημερίδες του κόσμου. Όπως στην «Chicago Tribune» η οποία στις 2 Νοεμβρίου του 1948 κυκλοφόρησε με τον οκτάστηλο τίτλο «Ο Ντιούι νίκησε τον Τρούμαν». Η εφημερίδα έπρεπε να κλείσει νωρίς την ύλη της, όλα έδειχναν ότι ο πρόεδρος Χάρι Τρούμαν έχανε τις εκλογές από τον Ρεπουμπλικανό αντίπαλό του και το μεσημέρι εκείνης της μέρας ο εκλεγείς έδειχνε χαιρέκακα στους οπαδούς του την γκάφα. Χαιρέκακα γιατί τότε ο Τύπος στις ΗΠΑ ήταν ακραία κομματικοποιημένος και η «Chicago Tribune» ήταν μια από τις εφημερίδες που λυσσαλέα πολέμησαν τον νικητή των εκλογών.
Στην Ελλάδα το φαινόμενο «Dewey defeats Truman» εμφανίστηκε πολλάκις. Το 1981 ο Γεώργιος Ράλλης ζήτησε να δει τον αρχηγό της αντιπολίτευσης Ανδρέα Παπανδρέου. Την ημέρα της συνάντησης οι απογευματινές εφημερίδες είχαν κυκλοφορήσει έχοντας σε πρωτοσέλιδους τίτλους την ηρωική φράση του Ανδρέα: «Φύγετε, δεν σας αντέχει άλλο η χώρα». Στο ρεπορτάζ που ακολουθούσε υπήρχαν οι λεπτομέρειες της συνάντησης, τι είπε ο ένας και τι απάντησε ο άλλος. Μόνο που η συνάντηση δεν γίνει ποτέ. Αναβλήθηκε την τελευταία στιγμή και οι ελληνικές εφημερίδες, που υποκρινόταν στο κοινό τους ότι είναι απογευματινές, βρέθηκαν εκτεθειμένες.
Το ίδιο συνέβη και χθες. Αν δεν υπήρχαν άλλα μέσα πλην εφημερίδων, οι μισοί κάτοικοι αυτής της χώρας θα ήταν βέβαιοι ότι ο κ. Τσιτουρίδης παραμένει υπουργός. Θα ήξεραν από το «Βήμα» τους λόγους παραμονής του («Γιατί δεν παραιτούμαι» ήταν ο τίτλος της συνέντευξης που κυκλοφόρησε στην μισή χώρα) και θα μάθαιναν από τον «Ελεύθερο Τύπο» γιατί δεν πρέπει να παραιτηθεί («θεωρώ ότι ο κ. Τσιτουρίδης έχει δείξει μεγάλη πολιτική υπευθυνότητα… Νομίζω ότι μπορεί να συνεχίσει και να ολοκληρώσει το έργο το οποίο ξεκίνησε», είχε πρωτοδηλώσει στη συνέντευξη του ο κ. Γιώργος Αλογοσκούφης). Όλες οι κυριακάτικες εφημερίδες στα ρεπορτάζ για την κυβερνητική κρίση, είχαν ως δεδομένο ότι ο κ. Τσιτουρίδης ήταν υπουργός.
Η τελευταία γκάφα είχε διττή αιτία. Μία πολιτική και μία δημοσιογραφική. Η πολιτική είχε να κάνει με τις εντός της κυβέρνησης διαμάχες. Το Μέγαρο Μαξίμου διαβεβαίωνε τους δημοσιογράφους ότι δεν υπάρχει θέμα παραίτησης (εξ ου και τα ρεπορτάζ «ο Σάββας μένει») και οι δημοσιογράφοι μετέφεραν αυτές τις πληροφορίες. Δικαίως, διότι αν δεν υπήρχε η Σαββατιάτικη αποκάλυψη της «Καθημερινής» για τρίτο -μετά τους «κουμπάρους» και τα ομόλογα- σκάνδαλο δεν θα υπήρχε παραίτηση. Κάτι που έκανε σαφές και ο πρωθυπουργός στις δηλώσεις του: «Σήμερα αποκαλύπτεται ότι στενός συνεργάτης του Υπουργού Απασχόλησης βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Εισαγγελέα για επιχειρηματικές δράσεις στο παρελθόν, πολλά χρόνια προτού η Νέα Δημοκρατία γίνει κυβέρνηση. Δράσεις άσχετες με την υπόθεση του ομολόγου, αλλά που όμως δεν του επιτρέπουν να μείνει στη θέση του.»
Η δημοσιογραφική αιτία της γκάφας έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι Κυριακάτικες εφημερίδες υποκρίνονται ότι είναι εφημερίδες, αλλά κατ’ ουσία είναι εβδομαδιαία ειδησεογραφικά περιοδικά με πολλές προσφορές (βιβλία CDs, DVDs). Ξεκινούν να εκτυπώνονται χαράματα Σαββάτου για να είναι φορτωμένες στην επαρχία Κυριακή πρωί. Εξ ου και τα «γιατί δεν παραιτούμαι», ή «γιατί δεν πρέπει να παραιτηθεί».
Το πρόβλημα για την ελληνική δημοσιογραφία είναι άλλο. Στην περίπτωση της μη συνάντησης Ράλλη-Παπανδρέου δημιουργήθηκε μέγα δημοσιογραφικό σκάνδαλο που κατέληξε σε αρθρογραφία, σαν του Γ. Βότση, με τίτλο «Συγνώμη, αλλά θα το ξανακάνουμε». Χθες δεν υπήρξαν καν διαμαρτυρίες αναγνωστών. Ίσως να είναι υποψιασμένοι για τις εκδοτικές ιδιαιτερότητες, ή ίσως να ήταν πολύ απασχολημένοι με τις προσφορές. Μπορεί πλέον μην νοιάζονται για το τι γράφουν οι εφημερίδες. Κι αυτό είναι πολύ κακό μαντάτο για να μην ασχολούνται ούτε οι Ενώσεις Συντακτών, ούτε καν η Ένωση Ιδιοκτητών, η οποία στο κάτω-κάτω της γραφής -επιχειρηματίες δεν είναι;- θέλουν να πουλήσουν το προϊόν τους.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» στις 30.4.2007