Τα άφθονα δανεικά που εισέρρεαν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια δημιούργησαν την ψευδαίσθηση ότι ο τομέας των εσωτερικών υπηρεσιών μπορεί να διογκώνεται εσαεί χωρίς να χρειάζεται κανείς να παράγει είτε πραγματικά προϊόντα είτε υπηρεσίες προς εξαγωγή.
Αν φέτος όλα τα πράγματα πάνε καλά, η Ελλάδα θα έχει έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών περί τα 20 δισ. ευρώ. Αυτό σε απλά ελληνικά σημαίνει ότι, αφού καταναλώσουμε τη δική μας παραγωγή, φάμε τα λεφτά των εξαγωγών, ξοδέψουμε ό,τι άφησαν οι τουρίστες, όσα έφερε η ναυτιλία, όσα εμβάσματα έστειλαν οι Ελληνες του εξωτερικού, όσες επιδοτήσεις πήραμε από την Ε.Ε. κ.ά., θα χρειαστούμε άλλα 20 δισ. ευρώ για να διατηρήσουμε το σημερινό επίπεδο διαβίωσης.
Πού θα βρεθούν αυτά τα λεφτά; Από τον εξωτερικό δανεισμό· κυρίως κρατικό, αλλά και ιδιωτικό. Οπότε έχει εν μέρει δίκιο ο κ. Καρατζαφέρης, ο οποίος διακηρύσσει ότι προτιμά να πεινάσουμε (εμείς, όχι αυτός) για να διατηρήσουμε την κατά τον ίδιο «εθνική ανεξαρτησία». Αν κάνουμε στάση πληρωμών, πρέπει να βρούμε 20 δισ. για να αναπληρώσουμε αυτά που δεν θα μπορούμε να βρούμε από τις αγορές ή τις άλλες χώρες της Ε.Ε. Κι αυτά τα 20 δισ. δεν πάνε μόνο σε αυτοκίνητα και iPad. Xρειάζονται για να αγοράζουμε ένα εκατομμύριο τόνους σιτηρά και 500.000 τόνους καλαμπόκι κατ’ έτος. Ενα δισεκατομμύριο ευρώ δίνουμε για εισαγωγές κρέατος και 13,5 δισ. δώσαμε το 2010 για αγορές πετρελαιοειδών. Ακολουθώντας «φιλολαϊκές» πολιτικές όλα αυτά τα χρόνια και δίνοντας φθηνά το πετρέλαιο θέρμανσης, δημιουργούσαμε αντικίνητρα για εξοικονόμηση ενέργειας (π.χ. μόνωση σπιτιών) ή για υποκατάσταση του πετρελαίου από εναλλακτικές πηγές (γεωθερμία, ήλιος, αέρας).
Σύμφωνα με την απάντηση που έδωσε στον ευρωβουλευτή του Συνασπισμού κ. Δημήτρη Παπαδημούλη ο τότε επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων κ. Χοακίν Αλμούνια, το 2005 η Ελλάδα κάλυπτε το 57,5% των ενεργειακών της αναγκών από το πετρέλαιο, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. των 27 (που έχει και πολλές βόρειες χώρες) ήταν 36,7%. Και το πιο τραγικό δεν είναι αυτό. Είναι ότι την εποχή των εύκολων, δανεικών και παχέων αγελάδων (2000 – 2005) η Ε.Ε. μείωσε την εξάρτησή της από το πετρέλαιο κατά μία ποσοστιαία μονάδα, ενώ η Ελλάδα την αύξησε ισόποσα!
Το πρόβλημα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών λύνεται με δυόμισι τρόπους. Ο πρώτος είναι να αυξήσουμε την παραγωγή στο επίπεδο της κατανάλωσής μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει κατ’ ανάγκη να παράγουμε ό,τι καταναλώνουμε· η παραγωγή σιταριού, για παράδειγμα, γίνεται πολύ πιο φθηνά στις αχανείς εκτάσεις της Ουκρανίας ή του Καναδά, σε σχέση με τα μικρά χωράφια της Ελλάδος. Σημαίνει όμως ότι πρέπει να παράγουμε άλλα πράγματα, που θα εξάγουμε και με τα λεφτά των εξαγωγών να αγοράζουμε όσα εισάγουμε. Μπορούμε επίσης να υποκαταστήσουμε εισαγωγές· η κατανάλωση π.χ. πετρελαίου μπορεί να μειωθεί δραστικά με μικρές επενδύσεις μόνωσης στις κατοικίες ή τη χρήση εναλλακτικών πηγών ενέργειας.
Σήμερα, όμως, η ελληνική οικονομία είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή υπηρεσιών προς αλλήλους. Ακόμη κι αν οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι εκατοντάδες χιλιάδες δικηγόροι, μηχανικοί, διαφημιστές, δημοσιογράφοι, λογιστές, μικρέμποροι κ.λπ. παρήγαν άριστες υπηρεσίες, στο τέλος της ημέρας θα έπρεπε, να φάνε, να ντυθούν, να ζεσταθούν. Αν δεν υπάρχει η παραγωγική βάση της οικονομίας που να στηρίξει τον τομέα των υπηρεσιών, ο τομέας των υπηρεσιών δεν μπορεί να φτιάξει από τον αέρα προϊόντα. Εκτός αν αυτός είναι εξωστρεφής, φέρνει δηλαδή λεφτά απ’ έξω, όπως είναι στην Ελλάδα ο τουρισμός και η ναυτιλία.
Δυστυχώς, τα άφθονα δανεικά που εισέρρεαν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια δημιούργησαν την ψευδαίσθηση ότι ο τομέας των εσωτερικών υπηρεσιών μπορεί να διογκώνεται εσαεί χωρίς να χρειάζεται κανείς να παράγει είτε πραγματικά προϊόντα είτε υπηρεσίες προς εξαγωγή. Η δε στροφή μεγάλου μέρους του παραγωγικού πληθυσμού στον τομέα των εσωστρεφών υπηρεσιών δημιούργησε επιπλέον εμπόδια στην πραγματική παραγωγή.
Ετσι, για να επιβιώνει και να ακμάζει ο τεράστιος αυτός τομέας των υπηρεσιών έπρεπε να μετέρχεται δύο τρόπους. Ο πρώτος ήταν η διαφθορά και ο δεύτερος η νομοθετημένη απομύζηση εισοδημάτων από τους πολίτες. Ο μικρέμπορος έπρεπε να φοροδιαφύγει («δεν βγαίνει αλλιώς το μαγαζί»), ο γιατρός να συνταγογραφήσει περισσότερο, ο φαρμακοποιός να έχει νομοθετημένο υψηλό ποσοστό κέρδους, ο δικηγόρος να παρίσταται ακόμη κι εκεί όπου δεν χρειάζεται ώστε να εισπράττει το παράβολο, ο μηχανικός να εκδίδει αζημίως και υποχρεωτικώς για τους πολίτες πιστοποιητικά που κανείς δεν κοιτά, δεν ελέγχει και κανείς δεν χρειάζεται κ.ο.κ.
Με άλλα λόγια, οι Ελληνες πολίτες υποχρεωτικώς χρηματοδοτούσαν αυτή την τεράστια αγορά εσωτερικών υπηρεσιών από την ύπαρξη ενός δαιδαλώδους συστήματος κλειστών επαγγελμάτων.
Το πρόβλημα όμως ήταν ότι όλα αυτά –διαφθορά, παράβολα, πιστοποιητικά κ.λπ., που χρησίμευαν μόνο για να συντηρούνται οι στρατιές δικηγόρων, φαρμακοποιών, μηχανικών, δημοσιογράφων κ.ά.– ήταν επιπλέον εμπόδια για όσους ήθελαν πραγματικά να παράγουν είτε για την εσωτερική είτε για την εξωτερική αγορά.
Το αποτέλεσμα ήταν να συρρικνώνεται κι άλλο ο παραγωγικός τομέας, να δημιουργείται ανεργία, η οποία αντιμετωπιζόταν με τη διόγκωση του τομέα των υπηρεσιών· είτε με προσλήψεις στο κράτος είτε με επιπλέον κρατική «προστασία» άλλων κλάδων υπηρεσιών. Το επιπλέον κράτος και η επιπλέον «προστασία» του τομέα των υπηρεσιών δημιουργούσε νέα εμπόδια στην υγιή επιχειρηματικότητα κ.ο.κ. Ο φαύλος κύκλος φρέναρε απότομα, μόλις έκλεισε ο τροφοδότης λογαριασμός του συστήματος, δηλαδή τα δανεικά από τις αγορές. Και σήμερα δανειζόμαστε (ελέω Μνημονίου), αλλά όχι τόσο, όσο τουλάχιστον χρειάζεται για να αναπαραχθεί και να διογκωθεί το μοντέλο.
Ετσι τώρα η ελληνική οικονομία έχει μπει στο ήμισυ τής κατά Σουμπέτερ δημιουργικής καταστροφής. Επειδή λείπει η άπλετη ρευστότητα που προσέφεραν τα δανεικά, τα μικρομάγαζα κλείνουν. Ολος ο τομέας αυτών των εξωτικών υπηρεσιών ξεφουσκώνει (αυτή η χώρα έχει 26 καταγεγραμμένες εταιρείες δημοσκοπήσεων!) και απομένει το δεύτερο κομμάτι, να γίνει δηλαδή αυτή η καταστροφή δημιουργική. Εδώ όμως μπαίνει η εγκληματική ολιγωρία της κυβέρνησης, η οποία αντί να απελευθερώσει την οικονομία, όλη μέρα κοσκινίζει. Ετσι, η χώρα ζει την αναγκαία καταστροφή ολόκληρων κλάδων, αλλά δεν έχει την ελευθερία ανάταξής της. Κι αυτό, επειδή διάφοροι συνδικαλιστές εκβιάζουν και έμφοβοι υπουργοί υποκύπτουν.
Ο δεύτερος τρόπος εξισορρόπησης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι αυτός που ζούμε τώρα. Είναι η μείωση της κατανάλωσης στο επίπεδο της παραγωγής μας. Το έλλειμμα των 20 δισ. αναγκαστικά θα μηδενιστεί. Είτε σε μία μέρα διά της χρεοκοπίας είτε σταδιακά με τη μείωση των δανεικών. Οχι μόνο των κρατικών, αλλά και των ιδιωτικών. Ηδη πολλές ελληνικές εταιρείες έχουν προβλήματα στις εξωτερικές αγορές· οι εγγυητικές επιστολές ελληνικών τραπεζών δεν γίνονται δεκτές και ξένες τράπεζες δεν δανείζουν ελληνικές επιχειρήσεις, επειδή φοβούνται ότι η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει.
Αυτός είναι ο κατήφορος που ζούμε σήμερα και το πρόβλημα είναι ότι, αντί να φρενάρουμε, τον επιταχύνουμε. Οι συντεχνίες παλεύουν δυναμικά για μεγαλύτερα κομμάτια της συρρικνούμενης πίτας (χαρακτηριστική είναι η απεργία των δικηγόρων για να συντηρήσουν την υποχρεωτική παράστασή τους ακόμη και εκεί όπου δεν χρειάζονται), ενώ πολλάκις ο αγώνας τους επιφέρει σημαντικά πλήγματα στους μόνους τομείς που φέρνουν λεφτά στην οικονομία, δηλαδή στον τουρισμό και στη ναυτιλία. Η Ελλάδα όχι μόνο δεν μπαίνει σε τροχιά αυξημένης παραγωγικότητας, αλλά οι καθημερινές διαμαρτυρίες ροκανίζουν την όποια εξωστρέφεια της οικονομίας.
Τέλος, ο μισός τρόπος που προαναφέραμε για την εξισορρόπηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι αυτός που συνήθως κάνουν όλες οι χώρες. Καταλήγουν κάπου στο ενδιάμεσο της διαφοράς· υφίστανται κάποια αναγκαστική μείωση της κατανάλωσης, αλλά το στοίχημά τους είναι να καλύψουν όσο μεγαλύτερη διαφορά μπορούν διά της αυξημένης παραγωγής. Σ’ αυτό συμβάλλουν όλοι. Η κυβέρνηση απελευθερώνοντας την οικονομία, η αντιπολίτευση στηρίζοντας (και ουχί χαιρετώντας τους διάφορους Θύμιους), οι εργαζόμενοι υπογράφοντας νέα κοινωνικά συμβόλαια για την επόμενη μέρα της οικονομικής ανάκαμψης κ.λπ. Στην Ελλάδα, όχι μόνο δεν ανεβάζουμε την παραγωγή για να συναντήσει όσο πιο ψηλά γίνεται την κατιούσα κατανάλωση, αλλά κάνουμε ό,τι μπορούμε για να παράγουμε λιγότερο, με δευτερογενή συνέπεια η κατανάλωση να συναντήσει την παραγωγή ακόμη πιο χαμηλά από τα σημερινά επίπεδα.
Παλιότερα υπήρχε κι ένας τρίτος δρόμος για να διορθωθούν τα χάλια στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η υποτίμηση του νομίσματος. Αυτό μείωνε αφανώς την κατανάλωση. Μπορεί όλοι να έπαιρναν ακέραιους τους ονομαστικούς μισθούς, μόνο που αυτοί οι μισθοί αγόραζαν λιγότερα προϊόντα. Οχι μόνο τα εισαγόμενα, αλλά και τα εγχώρια που χρειάζονταν για την παραγωγή τους εισαγόμενες πρώτες ύλες (π.χ. πετρέλαιο). Οι διάφοροι όψιμοι φίλοι της δραχμής (κυρίως αυτοί που έχουν τα λεφτά τους στο εξωτερικό και περιμένουν μια εθνική καταστροφή για να αγοράσουν φθηνά) αποκρύπτουν ότι τα συναλλαγματικά παιγνίδια βοηθούν βραχυπρόθεσμα την οικονομία αλλά χαντακώνουν μακροπρόθεσμα τους εργαζόμενους.
Ο προσφιλής σε όλους Πολ Κρούγκμαν έγραφε στις 5 Μαΐου 2010: «Ακόμη και με αναδιάρθρωση του χρέους, η Ελλάδα θα έχει μεγάλο πρόβλημα, αναγκασμένη να εφαρμόσει έντονη λιτότητα –προκαλώντας βαθιά ύφεση– μόνο και μόνο για να μειώσει το πρωτογενές έλλειμμα, χωρίς τους τόκους. Το μοναδικό πράγμα που θα περιόριζε την ανάγκη για λιτότητα, ο μόνος δρόμος για την ανάπτυξη είναι περισσότερες εξαγωγές, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν στην Ελλάδα πέσουν δραματικά τα κόστη και οι τιμές σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη». Αυτό λέγεται εσωτερική υποτίμηση και αν, όπως προέβλεψε ο Κρούγκμαν, αποτύχει κι αυτή, τότε δεν απομένει παρά η κανονική υποτίμηση, αλλά εκτός ευρώ.
Διαβάστε
– Γεώργιος Οικονόμου, Ισαάκ Σαμπεθάι, Γεώργιος Συμιγιάννης, «Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αιτίες ανισορροπιών και προτάσεις πολιτικής», εκδ. Τράπεζα της Ελλάδος.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 30.10.2011