H πανεπιστημιακή κοινότητα, ως συλλογικότητα, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ούτε τα πιο απλά προβλήματα και απλώς καταγγέλλει.
Σ’ αυτήν τη χώρα αναλώνουμε χρόνια και χιλιάδες τόνους χαρτιού για να συζητάμε πώς πρέπει να γίνουν τα πράγματα. Ειδικά σε ό,τι αναφέρεται στην ανώτατη παιδεία, δεν προκάνουμε να διαβάζουμε άρθρα και βιβλία πανεπιστημιακών για το πώς πρέπει να λειτουργούν τα πανεπιστήμια. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι τα μέλη του διδακτικού προσωπικού έχουν πολύ χρόνο στη διάθεσή τους, μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι έχουν πιο εύκολη πρόσβαση σε εκδοτικούς οίκους και εφημερίδες.
Η αλήθεια πάντως είναι ότι όσο περισσότερο συζητούν τα μέλη ΔΕΠ για το πώς θα βελτιωθεί η ανώτατη παιδεία, τόσο αυτή χειροτερεύει. Η πραγματικότητα, επίσης δείχνει ότι όλος αυτός ο σχοινοτενής διάλογος δεν κατόρθωσε να λύσει ούτε τα πιο απλά προβλήματα. Για παράδειγμα: υπάρχει μια διαρκώς επαναλαμβανόμενη παθογένεια στα πανεπιστήμια. Κάποιοι τύποι, κάθε λίγο και λιγάκι, καταλαμβάνουν το πανεπιστήμιο. Κάποιες φορές προξενούν μεγάλες φθορές και κάποιες φορές λίγες. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, διαταράσσουν τη λειτουργία των πανεπιστημίων.
Ε, αυτό το πολύ απλό πρόβλημα, παρά τους τόνους μελάνης που έχουν ξοδευτεί, η ακαδημαϊκή κοινότητα αδυνατεί να το λύσει. Οι συζητήσεις περιστρέφονται διαρκώς για τη φύση του ασύλου και τι θα γίνει αν κάποτε χρειαστεί το άσυλο. Κανείς από τους πνευματικούς μας ταγούς δεν μπορεί ή δεν τολμά να εκστομίσει το απλό. Σε μια δημοκρατική κοινωνία υπάρχει ελευθερία λόγου παντού. Και στις πλατείες και στα πανεπιστήμια. Σε μια δικτατορική κοινωνία δεν υπάρχει πουθενά. Δηλαδή, αν κάποιος καταλύσει το Σύνταγμα, υπάρχει περίπτωση να σεβαστεί το πανεπιστημιακό άσυλο;
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, διαπιστώνουμε ότι η πανεπιστημιακή κοινότητα, ως συλλογικότητα, δεν μπορεί να χωρίσει δύο γαϊδουριών άχυρα. Δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ούτε τα πιο απλά προβλήματα και απλώς καταγγέλλει. Χειρότερα: όποιες προτάσεις κατατίθενται, αρχίζουν να παραμετροποιούνται με τους πιο απίθανους φόβους για το μέλλον, ενώ ουδείς θέλει να ασχοληθεί με το θλιβερό παρόν των πανεπιστημίων. Ολοι αναλύουν ότι στοχεύουν σε ένα φανταστικό μέλλον για το οποίο πρέπει να γίνει το α΄, αφού λάβουμε υπόψη το β΄ και συνυπολογίσουμε το γ΄ και αφού μελετήσουμε ενδελεχώς το δ΄ μέχρι να φτάσουμε στο ω΄ του φανταστικού μέλλοντος και στο τέλος, αποκαμωμένοι από την πολλή κουβέντα, αφήνουν το παρόν ανέπαφο να διολισθαίνει στο χειρότερο. Κατόπιν τα πράγματα ησυχάζουν για λίγο και χρειάζεται μια μικρή αφορμή για να ξαναρχίσει το κουβεντολόι και η πορεία από το άλφα ώς το ωμέγα.
Ετσι, ενώ όλος ο κόσμος έχει και χρησιμοποιεί τον τροχό, εμείς ούτε καν προσπαθούμε να τον ανακαλύψουμε εκ νέου. Οι πανεπιστημιακοί μας συζητούν τους πιθανούς τραυματισμούς που το κυκλικό του σχήμα μπορεί να επιφέρει σε ανύποπτους περαστικούς. Κάποιος λοιπόν πρέπει να πει στην πανεπιστημιακή μας κοινότητα ότι ο τροχός έχει εφευρεθεί. Το αγγλοσαξονικό μοντέλο δεν είναι τέλειο, αλλά είναι απείρως καλύτερο από το ελληνικό μπάχαλο. Εχει πραγματικά και θετικά αποτελέσματα, προωθεί την αριστεία, παράγει έρευνα, προωθεί και τις αποκαλούμενες ανθρωπιστικές επιστήμες και προσπαθούν να το μιμηθούν όλοι. Αντί να προσπαθούμε να το υπερβούμε –στο πλαίσιο του συνθήματος «ένα άλλο πανεπιστήμιο είναι εφικτό»– ας το μιμηθούμε. Κι αφού το κατακτήσουμε, μπορούμε να συζητήσουμε για το πώς θα το βελτιώσουμε.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 16.1.2011