Το χειρότερο που ανέδειξε αυτή η κρίση είναι ότι ενώ η ζωή αλλάζει δραστικά, οι ηγεσίες κάθε χώρου (πολιτικές, συνδικαλιστικές, κοινωνικές) δεν λένε να αλλάξουν συμπεριφορά.
Πέρυσι, τέτοιο καιρό, δεν είχαμε Μνημόνιο, αλλά είχαμε πάλι σκουπίδια στους δρόμους. Για την ακρίβεια, κάθε χρόνο Χριστούγεννα και Πάσχα τα σκουπίδια ήταν κομμάτι των γιορτών μας. Κανείς δεν θυμάται γιατί απεργούσαν οι υπάλληλοι της Καθαριότητας, αλλά το Μνημόνιο δεν άλλαξε και πολλά σ’ αυτόν τον τομέα της καθημερινότητάς μας. Επίσης το Μνημόνιο δεν άλλαξε τίποτε στην κίνηση στο κέντρο της Αθήνας. Πορείες είχαμε πέρυσι, πορείες έχουμε και φέτος. Με την ίδια συχνότητα και τον ίδιο πάνω-κάτω αριθμό ανθρώπων.
Οι αστικές συγκοινωνίες ήταν επίσης υπό αίρεση. Οι εργαζόμενοι έβρισκαν λεωφορείο μόνο όταν οι συνδικαλιστές το επέτρεπαν. Οι δεύτεροι, τη μια έκαναν στάση εργασίας για να γίνει τις ώρες αιχμής η γενική συνέλευση, την άλλη απεργούσαν για τα δίκαια επιδόματα, που η κοινωνία τούς χρωστούσε. Κι εδώ το Μνημόνιο δεν χειροτέρεψε πολλά στην καθημερινότητά μας. Οι γιατροί στο ΙΚΑ πάλι απεργούσαν για τις εφημερίες και οι συνταξιούχοι καρτερικά περίμεναν στην ουρά.
Στα πανεπιστήμια, πρυτάνεις, καθηγητές και φοιτητές ελεεινολογούσαν την κατάσταση στην ανώτατη παιδεία και δήλωναν αποφασισμένοι να πολεμήσουν για να παραμείνει η ίδια. Πανεπιστημιακές σχολές βρίσκονταν υπό κατάληψη και το αφισομάνι κυριαρχούσε. Σήμερα πάλι κάποιες σχολές είναι υπό κατάληψη και η χαρτούρα βασιλεύει. Οι συγκρούσεις για να μείνουν ανοιχτά τα μαγαζιά μια Κυριακή επιπλέον τον χρόνο είναι στην ετήσια ατζέντα. Οσο για τις γενικές απεργίες, κάναμε με κάθε ευκαιρία. Ακόμη και όταν ο Τζορτζ Τζούνιορ Μπους αποφάσισε να εισβάλει στο Ιράκ.
Το χειρότερο που ανέδειξε αυτή η κρίση είναι ότι ενώ η ζωή αλλάζει δραστικά, οι ηγεσίες κάθε χώρου (πολιτικές, συνδικαλιστικές, κοινωνικές) δεν λένε να αλλάξουν συμπεριφορά. Υπάρχουν άνθρωποι που μένουν χωρίς δουλειά και τα συνδικάτα του Δημοσίου καίγονται για τα αγνώστου ύψους επιδόματα των μελών τους. Η οικονομία βρίσκεται στη χειρότερη κατάσταση από τη μεταπολίτευση κι εντεύθεν και κάποιοι πολιτικοί ψάχνουν εύσχημους τρόπους να αυξήσουν το Δημόσιο και να βολέψουν μερικούς. Ολοι καμώνονται πως η κρίση δεν τους αφορά και όλοι συμπεριφέρονται σαν να μη συνέβη τίποτε. «Δεν τα φάγαμε μαζί, δεν θα πληρώσουμε μαζί», φωνασκεί η παλαβή Αριστερά, αλλά δεν μας λέει ποιος θα τα πληρώσει. Οι Γερμανοί ή οι κάτοικοι της Ακτής του Ελεφαντοστού; Στα καφενεία-κατ’ ευφημισμόν δελτία ειδήσεων, τα εικονίσματα του λαϊκισμού συνεχίζουν να δακρύζουν για τα «ντέρτια του λαού». Φωνασκούν για τους κακούς ξένους που έρχονται να πιουν το αίμα του λαού, όπως φωνασκούσαν παλιότερα για τους κακούς Τουρκο-Βουλγαρο-Αλβανούς που θα έκαναν το μουσουλμανικό τόξο για να πνίξει την Ελλάδα. Και συνεχίζουν να πληρώνονται αδρά για τις καθημερινές θεατρικές παραστάσεις.
Τώρα, όμως, τα πράγματα αλλάζουν. Τα λεφτά που χρηματοδοτούσαν όλες τις παράλογες συμπεριφορές έχουν κοπεί. Αναγκαστικά πρέπει να αλλάξουμε πορεία. Να δούμε τι μπορούμε να γλιτώσουμε από τα επιδόματα «έγκαιρης προσέλευσης στην εργασία» και να κάνουμε ταμείο για τα υπόλοιπα. Κυρίως, όμως, πρέπει να αλλάξουν συμπεριφορές. Αυτές που έκαναν τη ζωή μας αβίωτη και πριν…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 14.12.2010