Μόλις σβήσουν τα φώτα της γιορτής η κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας θα κληθεί να διαχειριστεί τον λογαριασμό της Ολυμπιάδας και τις (σκληρές πλέον) παθογένειες της ελληνικής οικονομίας.
Εκ των πραγμάτων μόλις σβήσουν τα φώτα της γιορτής η κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας θα κληθεί να διαχειριστεί τον λογαριασμό της Ολυμπιάδας και τις (σκληρές πλέον) παθογένειες της ελληνικής οικονομίας.
Οι παθογένειες αυτές έχουν να κάνουν με ένα διογκωμένο και αντιπαραγωγικό δημόσιο τομέα, ανελαστικές εργασιακές σχέσεις, ανυπαρξία επενδύσεων κ.λ.π.. Όλα αυτά σε ένα τοπίο ναρκοθετημένο από προσδοκίες περισσότερου κράτους, προσδοκίες που και η ίδια η Ν.Δ. καλλιέργησε ως αντιπολίτευση.
Το στοίχημα είναι μεγάλο και πολυσύνθετο.
Ενώ είναι κοινός τόπος πως πρέπει να απελευθερωθούν τομείς της οικονομίας, οποιαδήποτε απελευθέρωση λογίζεται ως κοινωνική αναλγησία.
Ενώ η κοινωνία στενάζει κάτω από το κράτος κάθε απόπειρα ελάφρυνσης θεωρείται περίπου αντικοινωνική πράξη.
Οι ισχυρές συντεχνίες και η κυρίαρχη ιδεολογία της χώρας έχουν δημιουργήσει ένα ασφυκτικό πλαίσιο και για την οικονομία, αλλά και για την πολιτική. Κοινωνικά ευαίσθητος θεωρείται όποιος χαϊδεύει τις συντεχνίες του δημοσίου, όποιος κηρύσσει πως πρέπει να υπάρχει χωροφύλακας σε κάθε οικονομική συναλλαγή, όποιος αποσιωπά τις τεράστιες αποτυχίες του κράτους και χωρίς επιχειρήματα καταλήγει ότι «ένα άλλο κράτος είναι εφικτό».
Είναι τιτάνιο το έργο της κυβέρνησης. Πρέπει να ξεφύγει από τον σκόπελο και όλων εκείνων που περιμένουν με ανοιχτή την παλάμη προς τα δημόσια ταμεία και των «δικών μας παιδιών» που υπόγεια τώρα -αλλά πιο φανερά μετά- πιέζουν για μερτικό από τη νίκη, δηλαδή την βολή στο δημόσιο. Στην Ελλάδα δεν έχει δημιουργηθεί παραγωγικό ήθος. Κοινωνικό πρότυπο δεν είναι ο εργαζόμενος, αλλά ο δημόσιος υπάλληλος. Δεν είναι ο επιχειρηματίας, αλλά ο κρατικοδίαιτος μπαταχτσής. Δεν είναι αυτός που παράγει, αλλά αυτός που διαπρέπει στις αρπαχτές. Δεν είναι η πρόκληση του νέου, αλλά η βολή του παλιού.
Ας κάνουμε λοιπόν ένα νοητικό πείραμα. Ας υποθέσουμε ότι η νυν κυβέρνηση αποτυγχάνει στη διαχείριση αυτής της πολύπλοκης παθογένειας της ελληνικής οικονομίας και προβάλλουμε γραμμικά το παρόν στο μέλλον – αλλάζοντας μόνο μια μεταβλητή στο σύστημα των εξισώσεων, ότι δηλαδή η Ν.Δ. αποτυγχάνει να ικανοποιήσει τις προσδοκίες που καλώς ή κακώς δημιουργήθηκαν.
Έτσι ας φανταστούμε το 2008.
1. Έχουμε μια Νέα Δημοκρατία που δεν ικανοποιεί αυτό που στο φαντασιακό της έχει η ελληνική κοινωνία: την αυξανόμενη ευημερία χωρίς κόπους και θυσίες.
2. Έχουμε ένα ΠΑΣΟΚ που πελαγοδρομεί ανάμεσα στα οράματα του τριτοκοσμικού λαϊκισμού που του κληρονόμησε ο Ανδρέας Παπανδρέου και του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού που κληροδότησε ο κ. Κώστας Σημίτης -ένα κόμμα χωρίς ταυτότητα και πρόταση.
3. Έχουμε τις προκλήσεις ενός παγκοσμιοποιημένου, αλλά κι εξαιρετικά ασταθούς περιβάλλοντος.
4. Έχουμε και ένα διάχυτο κράμα ιδεολογικών αγκυλώσεων, φοβιών για το μέλλον -που μεταφράζεται είτε φοβία προς το ξένο κεφάλαιο (επενδύσεις), είτε προς το ξένο εργατικό δυναμικό (μετανάστευση)- και ελλιπούς παιδείας του πληθυσμού.
Τι μας δίνει αυτό το σύστημα των τεσσάρων εξισώσεων; Άνοδο των λαϊκιστικών κομμάτων ακροαριστερών και ακροδεξιών. Μπορεί δηλαδή το 2008 -άσχετα με το πιο κόμμα θα προηγείται- να δούμε το ΚΚΕ και το ΛΑ.Ο.Σ. να πετυχαίνουν αξιοσημείωτα ποσοστά στις εθνικές εκλογές.
Φαντάζει παραδοξολογία; Ας δούμε λίγο την Γαλλία που έχει τα ίδια περίπου δομικά χαρακτηριστικά με την ελληνική κοινωνία. Είναι μια κατ’ εξοχήν κρατικοδίαιτη χώρα όπου τα τελευταία είκοσι χρόνια απέτυχε και η κεντροαριστερά και η κεντροδεξιά να σταθεί στο ύψος των προκλήσεων που είχαν, δηλαδή να συγκρουσθούν με τα κατεστημένα «λαϊκά συμφέροντα» και τις αντιλήψεις περί κράτους.
Πριν δύο χρόνια ο κ. Ζαν Μαρί Λεπέν μπήκε στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών και η άγνωστη (τροτσκιστική) «Εργατική Πάλη» της κ. Αρλέτ Λακιγιέρ είχε πάρει σχεδόν 8% προβάλλοντας συνθήματα του στιλ «1.100 ευρώ κατώτατος μισθός» όπως το ημέτερο ΚΚΕ.
Τον Σεπτέμβριο απαιτούνται ρήξεις. Χρειάζεται ευθεία αντιμετώπιση της λογικής ότι κανείς δεν παράγει και το κράτος δίνει. Χρειάζεται να ειπωθούν τα πράγματα με το όνομά τους γιατί αλλιώς θα βρεθούμε όλοι προ εκπλήξεων…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 9.8.2004