Η επιλογή του κ. Γκέρχαρντ Σρεντερ να εφαρμόσει από το 2003 το πρόγραμμα «Ατζέντα 2010» έσωσε την Γερμανία.
Πολλοί μισούν τη Γερμανία για την επιμονή της στη δημοσιονομική σταθερότητα και κυρίως για τις πολιτικές που επιβάλλει στις χρεωμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι πιο «επαναστάτες» τη φαντάζονται σαν το Δ΄ Ράιχ που επιβάλλει μια νέου τύπου κατοχή στις χώρες. Ηλίθιοι και ανιστόρητοι παραλληλισμοί που αδιαφορούν για τη βασική διαφορά. Το Γ’ Ράιχ δεν οικοδομήθηκε μόνο διά της βίας, αλλά κι απρόσκλητο. Αντιθέτως, τώρα, δεν χτυπά η Γερμανία τις πόρτες των χρεωμένων χωρών· αυτές παρακαλούν για φθηνά δάνεια που δεν μπορούν να βρουν πουθενά αλλού.
Κυκλοφορεί το επιχείρημα ότι η Γερμανία δανείζει τις χώρες του Νότου ακριβά. Αυτό είναι αληθές, αν δούμε τη μισή εξίσωση. Η Γερμανία δανείζεται από τις αγορές με σχεδόν μηδενικό επιτόκιο και μάς δανείζει με 2-3% ετησίως. Αυτή είναι μεγάλη διαφορά, αλλά το επιτόκιο είναι σαφώς μικρότερο από το 30% που διαμορφώνεται για τα ελληνικά ομόλογα στις διεθνείς αγορές.
Το ύψος του επιτοκίου είναι ένα θέμα προς διαπραγμάτευση του αδύναμου Νότου σε σχέση με τον ισχυρό Βορρά και δεν αρκεί η εγχώρια συνθηματολογία. Αλλά ο εγχώριος προβληματισμός πρέπει να είναι άλλος: γιατί οι αγορές δανείζουν τη Γερμανία με σχεδόν 0% και την Ελλάδα με πάνω από 30%; Για ένα απλό λόγο. Το Μνημόνιο που εμείς τώρα εφαρμόζουμε και ελεεινολογούμε, το εφάρμοσε οικειοθελώς η Γερμανία από το 2003.
Στις 14 Μαρτίου του 2003 ο τότε καγκελάριος κ. Γκέρχαρντ Σρέντερ εκφώνησε ένα σημαντικό λόγο στη γερμανική Βουλή. Ξεκίνησε την ομιλία του με τη ρήση του Φέρντιναντ Λασάλ ότι «το πρώτο καθήκον ενός σοσιαλιστή είναι να λέει την αλήθεια».
Η Γερμανία, η ισχυρότερη οικονομία της Γηραιάς Ηπείρου, η πατρίδα του «κράτους πρόνοιας» είναι αναγκασμένη να προχωρήσει σε δραστικά μέτρα για την ανόρθωση της οικονομίας της. Πρώτος στόχος ήταν η μείωση των δημόσιων δαπανών. «Θα ήταν άδικο να ζήσουμε στις πλάτες των νέων γενεών», είπε στην ιστορική του ομιλία ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης ηγέτης. «Αν δεν οργανώσουμε τη διαδικασία μεταρρύθμισης, θα μας υπερκεράσουν οι δραματικές αλλαγές στην οικονομία και την κοινωνία. Χωρίς αυτά τα μέτρα, η ραγδαίως γηράσκουσα χώρα μας δεν θα μπορεί για πολύ ακόμη να διαθέτει ένα γενναιόδωρο σύστημα πρόνοιας και κοινωνικής περίθαλψης, δίχως να βυθίζει στα χρέη τις μελλοντικές γενιές.»
Η «Ατζέντα 2010» που εξήγγειλε τότε ο κ. Σρέντερ είχε στόχο να αντιμετωπιστεί η διογκούμενη ανεργία -ειδικά των νέων- και να ξεκολλήσει ο μηδενικός ρυθμός ανάπτυξης που είχε τότε η γερμανική οικονομία. Τα μέτρα που προτάθηκαν από τη συγκυβέρνηση συνεργασίας Σοσιαλδημοκρατών – Πράσινων έγιναν γνώριμα στην Ελλάδα μετά το 2010:
– «Συγχώνευση» του βοηθήματος ανεργίας με το λεγόμενο «κοινωνικό βοήθημα», γεγονός που στην πράξη σημαίνει τη δραστική μείωση του βοηθήματος ανεργίας στο επίπεδο του βοηθήματος απορίας.
– Μειώνεται το χρονικό διάστημα παροχής τού επιδόματος ανεργίας σε δώδεκα μήνες μετά την απόλυση του εργαζομένου, αντί 32 όπως ισχύει μέχρι σήμερα.
– Περικόπτονται το επίδομα ανεργίας και το βοήθημα ανεργίας, όταν οι άνεργοι δεν αποδέχονται εργασίες που τους δίδονται, ειδικά το είδος εργασίας που εκτελούσαν πριν απολυθούν.
– Βαθμιαία «ελαστικοποίηση» της προστασίας των εργαζομένων από απολύσεις στις μικρές επιχειρήσεις, προκειμένου οι εργοδότες να μη διστάζουν, όταν υπάρχουν παραγγελίες, να προσλαμβάνουν εργαζόμενους επειδή δεν θα μπορούν αργότερα να τους απολύσουν.
– Αύξηση της οικονομικής συμμετοχής των ασφαλισμένων στην τιμή των χορηγούμενων φαρμάκων.
– Περιορίζεται η δυνατότητα πρόωρης συνταξιοδότησης. Το όριο των 65 ετών παραμένει προς το παρόν άθικτο και η αύξησή του στα 67 αναφέρεται ως «αντικείμενο προβληματισμού στο μέλλον».
– Μείωση φοροαπαλλαγών για αγορά πρώτης κατοικίας.
– Μείωση επιδοτήσεων των αγροτών.
– Μείωση των κονδυλίων υγείας κατά 23 δισ. ευρώ μέχρι το έτος 2007.
Φυσικά τα μέτρα δεν πέρασαν χωρίς συνδικαλιστικές και πολιτικές αντιδράσεις. Κάποια γερμανικά συνδικάτα διαδήλωσαν -φυσικά δεν κάηκαν κτίρια, ούτε άνθρωποι ζωντανοί ως έκφραση της «δίκαιης οργής» του λαού- κι ένα κομμάτι των σοσιαλδημοκρατών αποσχίστηκε για να δημιουργήσει μαζί με τους πρώην κουμμουνιστές της Ανατολικής Γερμανίας το De Linke, κάτι σαν τον ΣΥΡΙΖΑ της Γερμανίας, λίγο στο πιο σοβαρό. Είναι αυτοί που κυκλοφορεί ο κ. Τσίπρας στην Ευρώπη και το μόνο κόμμα της Γερμανίας που καταψήφισε δύο φορές μάλιστα τις δανειακές συμβάσεις στην Ελλάδα. Δεν το έκαναν επειδή είναι ανθέλληνες, αλλά στο πλαίσιο της καθολικής άρνησης που έχει η Αριστερά για την πραγματικότητα.
Την εποχή που η γερμανική οικονομία ήταν τελματωμένη και η ανεργία διογκωνόταν, ο μετέπειτα ηγέτης του De Linke κ. Οσκαρ Λαφοντέν, εξέδωσε ένα βιβλίο – πολιτικό μανιφέστο, το οποίο μάλιστα η γνωστή σε όλους Bild χαρακτήρισε «βιβλίο της χρονιάς». Σ’ αυτό ο κ. Λαφοντέν διατύπωσε τη θεωρία του για την έξοδο της Γερμανίας από την κρίση. Είναι πανομοιότυπη με την «αναπτυξιακή θεωρία» που ακούμε κάθε βράδυ στα κανάλια: «ρίχτε λεφτά στην αγορά». «Η οικονομική ανάπτυξη», έγραφε ο κ. Λαφοντέν, «επιτυγχάνεται μέσω της τόνωσης της ζήτησης με αυξήσεις μισθών και συντάξεων και οι επιχειρηματίες γνωρίζουν πως μια σχετική οικονομική ευημερία των εργαζομένων αποτελεί προϋπόθεση για την αύξηση της παραγωγής και των κερδών τους». Αυτά, ακριβώς, που έλεγε και η ημέτερη κ. Λούκα Κατσέλη και ως ιθύνων νους του ΠΑΣΟΚ μέχρι το 2009, έσπρωξε τη νέα τότε κυβέρνηση για λίγο σε μια πρώτη επεκτατική πολιτική.
Το θετικό είναι ότι οι Γερμανοί δεν τον άκουσαν τον κ. Λαφοντέν. Το De Linke παραμένει ένα περιθωριακό πολιτικό κόμμα του «όχι σε όλα». Καταψήφισε ακόμη και τη δανειακή σύμβαση της Ελλάδος. Τα μέτρα που πρότεινε ο κ. Σρέντερ, με συγκρούσεις και συμβιβασμούς εφαρμόστηκαν. Η γερμανική οικονομία ανέκαμψε για να γίνει -αρεστή ή μη- η ατμομηχανή της Ε.Ε. και έχει τώρα λεφτά για να λειτουργεί ως ο έσχατος δανειστής της Ελλάδας κι άλλων χωρών του Νότου.
Τι θα είχε συμβεί όμως αν ο κ. Σρέντερ έχανε τη μάχη στο SPD; Δύσκολο να προβλέψει κανείς, αλλά έχουμε το ελληνικό παράδειγμα. Μετά την ήττα του ελληνικού εκσυγχρονισμού στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, ειδικά μετά την οπισθοχώρηση στο ασφαλιστικό το 2001, επανεκκίνησε το γαϊτανάκι των υψηλών ελλειμμάτων που έγιναν εκρηκτικά την περίοδο διακυβέρνησης της Ν.Δ. (2004-2009) για να μάς φτάσουν μέχρι τη σημερινή χρεοκοπία.
Η ελληνική «Ατζέντα 2010» της χρεοκοπίας
Την περίοδο που οι Γερμανοί ετοιμάζονταν να αντιμετωπίσουν τις νέες προκλήσεις, στην Ελλάδα περί άλλων τυρβάζαμε. Από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας -πριν καν καταφέρουμε να μπούμε στην ΟΝΕ- στο ΠΑΣΟΚ κυριάρχησε το θεώρημα της «κοινωνικής κόπωσης» από την προσπάθεια ένταξης. Τι κι αν οι πραγματικές αυξήσεις των μισθών 1996 – 1999 ήταν 8,5%; (Κ. Σημίτης 21/12/1999) Ολοι, με πρώτη την Αριστερά, φώναζαν για τη μείωση των εισοδημάτων: «Με το νέο Πρόγραμμα Σύγκλισης 1999 – 2002 προωθείται η ίδια μονόπλευρη δημοσιονομική, νομισματική και εισοδηματική πολιτική που περιλαμβάνει πάγωμα μισθών, περικοπές κοινωνικών δαπανών και υπερφορολόγηση μισθωτών και συνταξιούχων, συνέχιση της πώλησης κερδοφόρων τμημάτων δημοσίων επιχειρήσεων και κρατικής περιουσίας, καθώς και επώδυνες για τους εργαζόμενους αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και το ασφαλιστικό σύστημα», έλεγε το Γραφείο Τύπου του Συνασπισμού (18/1/2000).
Η νίκη του ΠΑΣΟΚ, στις εκλογές του 2000, με μία μόλις ποσοστιαία μονάδα έδωσε τα επιχειρήματα στο «βαθύ ΠΑΣΟΚ» να προκριθεί το «κοινωνικό πρόσωπο του Κινήματος». Η απόρριψη της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, το 2001, ήταν η χαριστική βολή στην προσπάθεια εξορθολογισμού των δημοσιονομικών. Εντρομη από την επερχόμενη ήττα η κυβέρνηση Σημίτη άρχισε να υποχωρεί σε όλα τα μέτωπα. Κυριάρχησε η άδεια ρητορική του «σκληρού ροκ», ενώ οι πληγές στην οικονομία έχαιναν.
Οι αγρότες ήταν κάθε χρόνο στους δρόμους, ζητώντας επιπλέον επιδοτήσεις, με τις ευλογίες και της Αριστεράς και της Ν.Δ.: «Οι αγρότες έχουν δίκιο. Ο ΣΥΝ στηρίζει τους αγώνες τους» (ανακοίνωση 28/1/2002).
Δημόσιες επιχειρήσεις, σαν την «Ολυμπιακή» και τον ΟΣΕ συνέχιζαν να παράγουν ζημίες εκατομμυρίων κάθε μέρα και κάθε σκέψη για ιδιωτικοποίησή τους ήταν ιδεολογικά ποινικοποιημένη. Ακόμη και τα σχέδια για διαφορετική οργάνωσή τους: «Ο προβλεπόμενος τεμαχισμός της Ο.Α. είναι δώρο σε συγκεκριμένα διαπλεκόμενα συμφέροντα που έτσι θα καρπωθούν τα “φιλέτα” των δραστηριοτήτων της Ο.Α. Επίσης, είναι δώρο στους ανταγωνιστές της, εγχώριους και ξένους, που καραδοκούν για την εκμετάλλευση των κενών που θα δημιουργήσει η συρρίκνωση της Ο.Α.» (Συνασπισμός 21/2/2002).
Ο κρατικός προϋπολογισμός συνέχισε να χάνει τεράστια ποσά από το ασφαλιστικό, αλλά ο πρόεδρος του ΣΥΝ κ. Νίκος Κωνσταντόπουλος προειδοποιούσε να μην αναστηθεί η πρόταση Γιαννίτση: «Ελπίζω η κυβέρνηση να έχει καταλάβει, να έχει μελετήσει, να έχει μάθει από τη μεγάλη κινητοποίηση του περασμένου χρόνου, για το ασφαλιστικό… σε καμία περίπτωση η κυβέρνηση, αμέσως ή εμμέσως, δεν θα επανέλθει στο πακέτο των αρχικών μέτρων» (4/3/2002).
Η κυβέρνηση Σημίτη δεν αντιστάθηκε στις αμφίπλευρες λαϊκιστικές πιέσεις από δεξιά και αριστερά. Εχοντας και το βάρος των Ολυμπιακών Αγώνων, τα αποτελέσματα του προϋπολογισμού πέρασαν σε αρνητικό έδαφος. Μετά μια βραχεία περίοδο πρωτογενών πλεονασμάτων το κράτος άρχισε να δημιουργεί νέο χρέος: 0,7% του ΑΕΠ το 2004, 2,4% το 2004 (για να φτάσει μετά μια καταστροφική διακυβέρνηση της Ν.Δ. σε πρωτογενές έλλειμμα 10,1% το 2009).
Ο κ. Σρέντερ εφάρμοσε την «Ατζέντα 2010». Σταθεροποίησε τη γερμανική οικονομία κι έχασε τις εκλογές. Αλλά τις εκλογές έχασε το 2004 και ο κ. Σημίτης· έστω διά εκπροσώπου.
Διαβάστε
– Πάνος Καζάκος, «Από τον ατελή εκσυγχρονισμό στην κρίση. Μεταρρυθμίσεις, χρέη και αδράνειες στην Ελλάδα (1993-2010)», εκδ. Πατάκη.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 10.6.2012