Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι ο πολίτης δεν έχει δικαίωμα να μάθει ποιος διώκεται, έχει απόλυτο δικαίωμα να μάθει ποιον διώκουν οι δικαστικές αρχές.
Tο τεκμήριο αθωότητας υπάρχει σε όλο τον δημοκρατικό κόσμο. Πουθενά όμως δεν εφαρμόζεται με τον τρόπο που η εισαγγελία εφετών Αθηνών επιχειρεί να το εφαρμόσει. Σε καμιά δημοκρατία του κόσμου δεν αποκρύπτονται οι διώξεις. Διότι όλοι γνωρίζουν, ότι είναι άλλο πράγμα η δίωξη και άλλο η καταδίκη.
Τι λέει το τεκμήριο της αθωότητας; «ουδείς κρίνεται ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου». Αυτό έχει να κάνει με τις αρχές.
Με βάση τη δημοσιογραφική δεοντολογία το τεκμήριο της αθωότητας εκτείνεται: «ουδείς χαρακτηρίζεται ένοχος ακόμη κι αν καταδικαστεί τελεσίδικα». Δηλαδή οι δημοσιογράφοι δεν πρέπει να χαρακτηρίζουν «φονιά» κάποιον, ακόμη κι αν αυτός καταδικάστηκε για φόνο. Πέραν της πιθανής δικαστικής πλάνης, ο χαρακτηρισμός δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα. Είναι ορθότερος ο ορισμός «καταδικασθείς για φόνο» από τον ορισμό «φονιάς».
Το αυτό ισχύει πολλαπλώς για τους κατηγορούμενους. Σύμφωνα με την δεοντολογία κάποιος «κατηγορείται για κατάχρηση», δεν είναι «καταχραστής».
Η δεοντολογία δεν είναι μια ηθική επιταγή την οποία πρέπει να ακολουθούν οι ρεπόρτερ για να πάνε στον παράδεισο. Ούτε αποτελεί μέρος του δημοσιογραφικού σαβουάρ βιβρ. Είναι βασικό εργαλείο για να προφυλάσσουν τα ΜΜΕ το πολυτιμότερο κεφάλαιο που έχουν: την αξιοπιστία τους. Διότι αν κάποιος βαφτίσει ένα κατηγορούμενο «καταχραστή» και ο τελευταίος αθωωθεί, τότε τραυματίζεται η αξιοπιστία του Μέσου. Εχει πει ψέματα στους αναγνώστες -ακροατές-τηλεθεατές και οι τελευταίοι το πληρώνουν με την αδιαφορία τους.
Στην Ελλάδα δυστυχώς έχουμε μπερδέψει τα πάντα. Οι δημοσιογράφοι ιστορικά δεν σεβάστηκαν το τεκμήριο της αθωότητας αλλά και οι αρχές χρησιμοποιούν αυτή την έλλειψη σεβασμού για να πλήξουν το θεμελιώδες δημοκρατικό δικαίωμα της ενημέρωσης.
Πρέπει να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους.
Η δίωξη κάποιου αφορά και τον ίδιο, αλλά έχει να κάνει και με τις δικαστικές αρχές. Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι ο Ελληνας πολίτης δεν έχει δικαίωμα να μάθει ποιος διώκεται, έχει απόλυτο δικαίωμα να μάθει ποιον διώκουν οι δικαστικές αρχές. Αυτό ακούγεται σαν σοφιστεία, αλλά δεν είναι. Οι φορολογούμενοι πληρώνουν αστυνομικούς, εισαγγελείς κ.λπ. και έχουν το δικαίωμα να γνωρίζουν τι κάνουν αυτές οι αρχές. Διώκουν κάποιους; Διώκουν αυτούς που πρέπει; Μήπως αφήνουν κάποιους στο ακαταδίωκτο; Μήπως διώκουν καταχρηστικά κάποιους άλλους; Αυτά είναι εύλογα ερωτήματα που μόνο στο φως της δημοσιότητας μπορούν να απαντηθούν. Με την δημοσιότητα αφενός ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος κατάχρησης εξουσίας, και αφετέρου οι φορολογούμενοι κρίνουν αν και κατά πόσο τα χρήματά τους πιάνουν τόπο.
Δεν μπορεί λοιπόν να μένουν κρυφές οι διώξεις επειδή υπάρχει η πιθανότητα να κανιβαλίσουν κάποιοι το τεκμήριο της αθωότητας. Ετσι κι αλλιώς, μέχρι στιγμής πιθανολογούμε. Δεν γνωρίζουμε εκ των προτέρων αν τα ΜΜΕ θα σεβαστούν το τεκμήριο της αθωότητας.
Από την άλλη, η απαγόρευση δεν είναι καν πρακτικό μέτρο. Με την απόκρυψη των διώξεων, όλοι μπορούν να υποθέσουν τα πάντα για τους πάντες. Θα αρχίσουν να κυκλοφορούν ονόματα ανθρώπων που δεν διώκονται με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην υπηρετείται το τεκμήριο της αθωότητας, αλλά να σπιλώνονται διά των ψιθύρων άσχετα πρόσωπα.
Η κατάχρηση ενός δικαιώματος από τα ΜΜΕ δεν δικαιολογεί την κατάργηση κάποιου άλλου και πολυτιμότερου δημοκρατικού δικαιώματος. Εξάλλου για την κατάχρηση οι παραβάτες μπορούν να διωχθούν. Η νομοθεσία βρίθει διατάξεων για να πατάξουν κάθε δημοσιογραφική αθλιότητα. Ας την εμπιστευτούν πρώτα οι δικαστές για να αρχίσουμε να την εμπιστευόμαστε όλοι.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 27.6.2007