Φυσικά και είναι «μεμονωμένο επεισόδιο» η επίθεση με λοστούς και στειλιάρια στο σπίτι κάποιων Πακιστανών, αλλά σάμπως συμβαίνουν κάθε μέρα καταστροφές στα σχολεία σαν αυτή του Παγκρατίου;
Τρομάξαμε όλοι σαν μάθαμε ότι ομάδες νεοναζί στη Γερμανία επιτέθηκαν εναντίον μεταναστών. «Το τέρας σήκωσε κεφάλι», επιχειρηματολόγησαν κάποιες εφημερίδες. Μα το σημαντικότερο είναι πως τρόμαξαν οι ίδιοι οι Γερμανοί. Ξεσηκώθηκαν, καταδίκασαν το γεγονός, ζήτησαν την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων. Ηξεραν, από την ιστορία τους ότι ο ρατσισμός δεν είναι ένα εξ αποκαλύψεως φαινόμενο. Επωάζεται στις κοινωνίες. Πρώτα γεννώνται τα στερεότυπα, μετά εκστομίζονται κάποιες βρισιές, έπονται οι επιθέσεις για να καταλήξει σε διωγμούς. Γνώριζαν και γνωρίζουμε ότι ο ρατσισμός φύεται στα καλύτερα σπίτια. Η Γερμανία του μεσοπολέμου ήταν στην πρωτοπορία του παγκόσμιου πολιτιστικού γίγνεσθαι. Τόσο, που πολλοί αναρωτήθηκαν «πώς είναι δυνατόν να ακούς Μότσαρτ το βράδυ και το πρωί να οδηγείς ανθρώπους στα κρεματόρια».
Το ανησυχητικό με την επίθεση κατά των Πακιστανών που έγινε την Παρασκευή στο Αιγάλεω δεν είναι το γεγονός καθαυτό. Κάθε κοινωνία παράγει και τους αλήτες της που ξεσπούν επί των αδυνάτων. Ανησυχητικότερη είναι η σιωπή την επομένη της επίθεσης. Η φρίκη που δεν εκδηλώθηκε, η συγκατάβαση που προκύπτει από μια βαθιά πίστη ότι η «ελληνική ψυχή» είναι απρόσβλητη στον ρατσισμό. Είναι η ολιγωρία της αστυνομίας, έπειτα από μια σειρά τέτοιων φαινομένων και ο φριχτός ψίθυρος «Ελα μωρέ, Πακιστανοί ήταν… Κάτι θα έκαναν».
Κάποιοι κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους δικαιολογώντας τη σιωπή με το εφεύρημα των «μεμονωμένων επεισοδίων». Φυσικά και είναι «μεμονωμένο επεισόδιο» η επίθεση με λοστούς και στειλιάρια στο σπίτι κάποιων Πακιστανών, αλλά σάμπως συμβαίνουν κάθε μέρα καταστροφές στα σχολεία σαν αυτή του Παγκρατίου;
Επισημαίναμε και παλιότερα ότι η τρομοκρατία από «μεμονωμένα φαινόμενα« αποτελείτο. Το πιο ανησυχητικό, που επέτρεψε επί 27ετία τους δήθεν επαναστάτες να δολοφονούν ήταν η διάχυτη κοινωνική ανοχή, η άρρητη πολλών παραδοχή πως τα θύματα «δεν είναι και τόσο αθώα», η δικαιολόγηση «πως κάτι θα έκαναν», πως «κάπως θα προκάλεσαν». Μόνο ένας είπε δημοσίως μετά από μια δολοφονία «γεια στα χέρια τους». Το σκέφτονταν όμως πολλοί. Οχι, δεν ήταν τρομοκράτες οι Ελληνες, υπήρξε όμως κοινωνική ανοχή στην τρομοκρατία επί μακρόν. Κυρίως υπήρξε η (καλλιεργημένη) άρνηση πως η τρομοκρατία μας αφορά. Ολοι απέκοπταν τους φόνους από τη στάση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Κανείς δεν ήθελε να σκεφτεί πως η τρομοκρατία ήταν το κακό σπυρί -το σύμπτωμα- μιας κοινωνικής παθογένειας.
Κάποτε ο Μάνος Χατζιδάκης είχε πει πως «όταν το τέρας δεν μας ενοχλεί, αρχίζει να μας μοιάζει».
Το πρόβλημα είναι ότι η επίθεση της Παρασκευής λίγο μας ενοχλεί. Δεν είδαμε υπουργούς να ορκίζονται ότι «θα βρεθούν οι ένοχοι και θα πληρώσουν», δεν είδαμε κανένα ζήλο εκ μέρους της αστυνομίας να βρεθούν οι παραβάτες της νομιμότητας. Χειρότερα: δεν είδαμε και καμιά κοινωνική πίεση για να κάνουν οι διωκτικές αρχές καλά τη δουλειά τους.
Το τέρας μεγαλώνει στην πίσω αυλή μας και οι νταήδες της δυτικής όχθης δεν είναι παρά το σπυρί, που αν δεν καυτηριαστεί θα μολύνει ολόκληρο το κοινωνικό σώμα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 6.12.2007