Το κόστος των λανθασμένων επιλογών δεν εξαφανίζεται επειδή δεν το επωμίζονται αυτοί που τις κάνουν. Απλώς διαχέεται και στο τέλος το πληρώνουμε όλοι.
Η Ελλάδα πρέπει να είναι η μόνη χώρα στον κόσμο στην οποία υπάρχει ως αίτημα (πιθανώς και ως όρος) η «διασφάλιση των εισοδημάτων». Το ακούμε για τους αγρότες, για τους εργαζόμενους και πιθανώς αύριο να το ζητήσουμε και για τους επιχειρηματίες. Η «διασφάλιση των εισοδημάτων» είναι μια ωραία συντηρητική επιλογή. Είναι ίσως ο μόνος ρομαντισμός που το συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας μας ασπάζεται.
Τι ακριβώς όμως σημαίνει ο όρος; Τι επιπτώσεις έχει το «βρέξει χιονίσει…»; Σημαίνει ότι οι αλλαγές στο περιβάλλον δεν πρέπει να επηρεάζουν κανένα. Ότι κάποιοι μπορούν να μένουν ανέγγιχτοι ακόμη κι αν χαλάει ο κόσμος γύρω τους. Αυτό το πέτυχε το 40% του ενεργού πληθυσμού που εργάζεται στο Δημόσιο και τώρα το αίτημα είναι να επεκταθεί στο υπόλοιπο 60%.
Η «διασφάλιση των εισοδημάτων» είναι διαφορετικό από το λογικό αίτημα του κοινωνικού κράτους. Το τελευταίο διασφαλίζει απλώς ένα δίχτυ προστασίας. Εξασφαλίζει ένα μίνιμουμ εισοδήματος, ότι σε μια κοινωνία δεν πρέπει κανείς μην έχει τα αναγκαία για να ζήσει. Η «διασφάλιση του εισοδήματος» προσπαθεί να επιτύχει το πάγωμα της θέσης κάποιου ανεξαρτήτως ακόμη και των επιλογών του.
Ας πάρουμε ως παράδειγμα τους αγρότες για τους οποίους το αίτημα διασφάλισης του εισοδήματος είναι πιο γοερό. Ένας αγρότης με διασφαλισμένο εισόδημα κατ’ αρχήν δεν έχει λόγο να καλλιεργήσει. Διασφαλισμένο το εισόδημα, γιατί να μπαίνει σε κόπο; Αν μπει στον κόπο να καλλιεργήσει δεν έχει κανένα λόγο να ψάξει για νέα είδη: κάτι που να ζητά ο κόσμος. Κάποιος μπορεί να καλλιεργεί χαρούπια άσχετα αν τα θέλει ή όχι η αγορά. Αν καλλιεργεί κάτι που το ζητά η αγορά ο αγρότης με το διασφαλισμένο εισόδημα δεν έχει κανένα λόγο να αυξήσει την παραγωγικότητά του. Γιατί να μπει στον κόπο να βρει ή να εισάγει νέες μεθόδους παραγωγής αφού «βρέξει, χιονίσει…».
Το «διασφαλισμένο εισόδημα» είναι ζημιογόνος συντηρητισμός για μια οικονομία. Δημιουργεί αντικίνητρα για την παραγωγή, μαλθακούς παραγωγούς. Κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να ελέγξει τις επιλογές του. Κανείς δεν λογίζει ότι η επιλογή α’ μπορεί να αποφέρει κέρδος και η επιλογή β’ μπορεί να έχει κόστος. Οι επιλογές γίνονται τυχαία. Στην ουσία είναι κίνητρο για κακές επιλογές.
Η έννοια του κόστους στην Ελλάδα είναι δυστυχώς άγνωστη κι εξορκισμένη. Όλοι θέλουν κάνοντας τις επιλογές τους να απολαμβάνουν τα κέρδη, αλλά να μην υφίστανται το κόστος στην περίπτωση των λανθασμένων επιλογών. Δεν είναι μόνο οι αγρότες είναι και π.χ. και οι διδάσκοντες στα ΑΕΙ. Έχουν κάνει την επιλογή να απεργήσουν. Πιθανώς η επιλογή τους να τους οδηγήσει σε μεγαλύτερες μισθολογικές αυξήσεις (δηλαδή κέρδος). Δεν θέλουν, όμως, επ’ ουδενί να έχουν και το κόστος της επιλογής τους (απώλεια εισοδήματος λόγω της απεργίας). Όσο όμως δεν επιμερίζεται το κόστος της απεργίας στην κοινωνία και στους απεργούντες, αυτό γίνεται κίνητρο για περισσότερη απεργία.
Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα: το κόστος των κακών επιλογών δεν εξαφανίζεται επειδή δεν το επωμίζονται αυτοί που κάνουν τις επιλογές. Απλώς διαχέεται. Στο τέλος το πληρώνουμε όλοι. Όσοι λοιπόν κόπτονται για κοινωνική δικαιοσύνη καλά είναι να δουν και τα δύο μέρη της εξίσωσης. Καλή είναι η κοινωνική δικαιοσύνη στο κέρδος, αλλά καλύτερη στο κόστος. Και απείρως πιο παραγωγική…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 25.9.2003