Το επίδομα θέρμανσης θα ενισχύσει την κατανάλωση πετρελαίου. Πιο έξυπνη πολιτική θα ήταν να επιδοτηθεί η εξοικονόμηση ενέργειας.
Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για επίδομα θέρμανσης εμπίπτει στη λογική του ελεήμονος κράτους. Σύμφωνα με την παραδοσιακή σοσιαλιστική λογική πρέπει η κοινωνία να εμφανίζεται αλληλέγγυος προς τα μέλη της, σε κάθε γύρισμα της οικονομίας. Ετσι όταν ανεβαίνει το πετρέλαιο πρέπει να δίδεται επίδομα θέρμανσης. Με την ίδια λογική πιθανώς θα πρέπει να δίδεται κάποιο «επίδομα σαλάτας» όταν ακριβαίνουν τα οπωροκηπευτικά.
Με αυτόν τον τρόπο όμως καταργείται ένα θεμελιώδες πλεονέκτημα της αγοράς: οι υψηλές τιμές ενός προϊόντος αντανακλούν τη σπανιότητά του και αποτελεί σήμα προς τους καταναλωτές να υποκαταστήσουν τη χρήση του. Η υποκατάσταση της χρήσης μειώνει τη ζήτηση και η χαμηλή ζήτηση πιέζει τις τιμές προς τα κάτω. Ετσι σταδιακά επέρχεται μια νέα ισορροπία στην αγορά με χαμηλότερες τιμές.
Οταν όμως σ’ αυτήν τη διαδικασία επεμβαίνει διά των επιδοτήσεων το κράτος κανείς δεν έχει κίνητρο να υποκαταστήσει την κατανάλωση κάποιου προϊόντος. Το κράτος κατ’ ουσίαν κρατάει υψηλά τη ζήτηση, αλλά και τις τιμές, προξενώντας ταυτόχρονα διπλή ζημία στην οικονομία. Από τη μία πλευρά οι παραγωγοί και οι διακινητές του ακριβού προϊόντος καρπώνονται υπεραξίες, τις οποίες χωρίς επιδοτήσεις δεν θα είχαν. Από την άλλη σε κάθε διαδικασία αναδιανομής εμφιλοχωρεί η διαφθορά. Κάποιοι εντός ή εκτός του μηχανισμού που διεκπεραιώνει την αναδιανεμητική πολιτική επιχειρούν κι εσαεί καταφέρνουν να καρπωθούν μέρος των διανεμόμενων χρημάτων.
Η ξαφνική και τεράστια άνοδος των τιμών του πετρελαίου είναι ένα σήμα προς τη Δύση συνολικά, ότι η βασισμένη στο «μαύρο χρυσό» ευημερία της βασιλεύει. Προειδοποιεί τις κοινωνίες, ότι πρέπει να αλλάξουν το καταναλωτικό τους πρότυπο: να υποκαταστήσουν όπου μπορούν τα ορυκτά καύσιμα από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, να εγκαταλείψουν ενεργειοβόρες πρακτικές του παρελθόντος κ.ά.
Φυσικά, όταν αναφερόμαστε στις κοινωνίες δεν εννοούμε κάποιο μεταφυσικό σύνολο. Η άνοδος της τιμής του πετρελαίου αφορά κάθε νοικοκυριό ξεχωριστά. Εμείς, οι καταναλωτές πρέπει να αποφασίσουμε ότι δεν συμφέρει πλέον ούτε να καίμε πετρέλαιο για θέρμανση ούτε να αφήνουμε τα σπίτια μας χωρίς μόνωση ή να μην εκμεταλλευόμαστε τον ήλιο έστω διά του ταπεινού ηλιακού θερμοσίφωνα. Το μήνυμα που στέλνει η άνοδος της τιμής του πετρελαίου δεν έχει αποδέκτη μόνο το κράτος (το οποίο ειρήσθω εν παρόδω είναι ένας από τους μεγαλύτερους και χειρότερους από άποψη σπατάλης καταναλωτές ενέργειας), αλλά κάθε νοικοκυριό ξεχωριστά. Και το μήνυμα είναι σαφές: μειώστε την κατανάλωση πετρελαίου.
Το αντίθετο όμως ακριβώς μήνυμα στέλνουν οι επιδοματικές πολιτικές. Λένε στα νοικοκυριά, ότι είτε βρέξει είτε χιονίσει είτε στερέψει το πετρέλαιο είτε γίνει πόλεμος στη Μέση Ανατολή κανείς δεν πρέπει να αλλάξει το πρότυπο κατανάλωσης ενέργειας. Η κοινωνία θα συνεχίσει ανέμελη την πορεία της. Σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον κανείς δεν θα χρειαστεί να προσαρμοστεί. Οπως έκαναν στο παρελθόν οι δεινόσαυροι ή οι κοινωνίες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού.
Το επίδομα θέρμανσης κατ’ ουσίαν θα ενισχύσει την κατανάλωση πετρελαίου. Πιο έξυπνη πολιτική θα ήταν να επιδοτηθεί η εξοικονόμηση ενέργειας. Να χρηματοδοτηθούν οι μονώσεις κατοικιών, η αλλαγή καυστήρων ή αγορά ηλιακού θερμοσίφωνα κ.ά. Υπάρχουν σύγχρονες τεχνολογίες (άγνωστες σε μια χώρα που λειτουργεί σαν να ήταν παραγωγός πετρελαίου) οι οποίες αν διαχυθούν μπορούν να αλλάξουν το πρότυπο κατανάλωσης ενέργειας. Αυτού του τύπου οι πολιτικές όμως απαιτούν μακροχρόνιο σχεδιασμό, ενώ η επιδοματική πρακτική απλώς μεταθέτει το πρόβλημα και μακροχρόνια το διογκώνει. Διότι, αν υποθέσουμε ότι φέτος δίνεται το επίδομα θέρμανσης, τι θα κάνουμε του χρόνου όταν το πετρέλαιο πιθανώς θα είναι στα εκατό δολάρια το βαρέλι;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 18.8.2006