Στη χώρα μας τα όρια μεταξύ τραπεζικής συναλλαγής και ληστείας γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα.
«Μπορεί να συγκριθεί η ληστεία μιας τράπεζας με την ίδρυση μιας τράπεζας;» (Περισσότερες ρήσεις στο βιβλίο «Είπαν», εκδόσεις Καστανιώτη) ρώτησε, προφανώς ρητορικά, ο μεγάλος γερμανός συγγραφέας Μπέρτολντ Μπρεχτ. «Μπορεί, μπορεί…» θα απαντήσουν εν χορώ οι έλληνες καταθέτες, δανειζόμενοι και γενικώς συναλλασσόμενοι με τις τράπεζες. Κι αυτό γιατί στη χώρα μας τα όρια μεταξύ τραπεζικής συναλλαγής και ληστείας γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα.
Έτσι, ενώ τα επιτόκια καταθέσεων παραμένουν αρνητικά και ενώ η χώρα μας έχει τα ακριβότερα δάνεια σε όλη την Ευρώπη, οι τράπεζες αρχίζουν να αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού από 1-1,75%. Νιώθουν μάλιστα τόσο ισχυρές ώστε να ραπίζουν το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας το οποίο διέταξε ρητά την μείωση των επιτοκίων στο 9,25%! Αυτό το σημειώνουμε για να μη διαλάθει της προσοχής του κ. Κρουσταλλάκη, ο οποίος τυγχάνει εισαγγελέας του συγκεκριμένου δικαστηρίου που εξέδωσε τη διαταγή.
Βέβαια, η διαμόρφωση των επιτοκίων με δικαστικές αποφάσεις δεν είναι ο μόνος παραλογισμός που ζούμε σ’ αυτή τη χώρα. Υπάρχει ένας ακόμη μεγαλύτερος: εμείς οι καταναλωτές προφανώς δεν ενδιαφερόμαστε για τα χρήματά μας. Ενώ, για παράδειγμα, υπάρχει το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο που προσφέρει πιστωτικές κάρτες με επιτόκιο 9%, οι περισσότεροι από μας προτιμούμε να έχουμε τις ακριβές του 15+% των τραπεζών. Έτσι τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας δεν νιώθουν την ανάσα του ανταγωνισμού και φυσικά θα χρεώνουν ότι θέλουν.
Υπάρχει και μια άλλη εξήγηση γι’ αυτή την αδιαφορία. Πιθανότατα οι Έλληνες να είναι σίγουροι ότι αν τρέξουν μαζικά στο Ταμιευτήριο (και οι τράπεζες διαισθανθούν ότι απειλείται ο γραφειοκρατικός μηχανισμός τον οποίο συντηρούν με τα υπερμεγέθη επιτόκια δανεισμού και τα λιλιπούτεια επιτόκια καταθέσεων) τότε ο κ. Χριστοδουλάκης θα βάλει φρένο στα φθηνά δάνεια που προσφέρει (ω, της ειρωνείας!) ένα κρατικό πιστωτικό ίδρυμα. Είναι αποδεδειγμένο εξάλλου ότι ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας τρέμει τους τραπεζίτες. Το απέδειξε με την πενιχρή έκδοση των λαϊκών ομολόγων.
Θυμηθείτε το λοιπόν: αν σκάσει το μυστικό –γιατί περί μυστικού πρόκειται, αφού δεν διαφημίζεται καθόλου– και τρέξει ο κόσμος να δανεισθεί φθηνά το Ταμιευτήριο θα υποχρεωθεί να σταματήσει. Και τότε τι απομένει ως ελπίδα σε μια αγορά που δεν λειτουργεί; Η χρονιά του εισαγγελέα…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 13.2.2003