Μεταξύ του «κατόχου και διακινητή παιδικής πορνογραφίας» και του «κατηγορούμενου» γι’ αυτά τα αδικήματα υπάρχει τεράστια απόσταση.
Κατ’ αρχήν να ξεκαθαρίσουμε κάτι: τα άτομα -τα ονόματα των οποίων δημοσιοποιήθηκαν ως εμπλεκομένων στην υπόθεση κατοχής και διακίνησης παιδικής πορνογραφίας- δεν είναι ούτε «παιδεραστές», ούτε «παιδόφιλοι». Δεν είναι καν «κάτοχοι ή διακινητές παιδικής πορνογραφίας». Είναι «κατηγορούμενοι για κατοχή και διακίνηση παιδικής πορνογραφίας».
Μεταξύ του «κατόχου και διακινητή παιδικής πορνογραφίας» και του «κατηγορούμενου» γι’ αυτά τα αδικήματα υπάρχει τεράστια απόσταση. Μεγαλύτερη και από μια τελεσίδικη απόφαση των δικαστηρίων. Με δεδομένο ότι υπάρχουν δικαστικές πλάνες, ακόμη κι αν κάποιος καταδικαστεί σε τρίτο βαθμό για ένα έγκλημα, δεν είναι «εγκληματίας». Είναι «καταδικασθείς για κάποιο έγκλημα». Για όσους, μάλιστα, πιστεύουν στον Θεό την τελική κρίση για τις πράξεις ενός ανθρώπου δεν την έχει ούτε ο υπουργός Δικαιοσύνης ούτε οι δημοσιογράφοι. Την έχει ο Θεός. Τελεία και παύλα.
Ο κ. Σωτήρης Χατζηγάκης δημιούργησε ένα επικίνδυνο προηγούμενο την περασμένη Παρασκευή. Ζήτησε από τους εισαγγελείς να δημοσιοποιήσουν τα ονόματα των κατηγορουμένων στην υπόθεση κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας επειδή, όπως είπε, «η κοινωνία μας και η κοινή γνώμη γενικότερα έχει ανάγκη να προστατευτεί από ειδεχθή εγκλήματα και ειδεχθείς εγκληματίες που στρέφονται κυρίως εναντίον τους». Κατ’ αρχήν η κοινή γνώμη δεν χρειάζεται την προστασία ουδενός, ούτε υπάρχει τρόπος να προστατευτεί. Σε ό,τι αφορά αυτό, έχουμε να κάνουμε με ένα νοηματικό σαρδάμ, σαν αυτά που εκστομίζονται πολλάκις από το βήμα της Βουλής.
Το ερωτήματα όμως είναι άλλα: χρειάζεται η κοινωνία «προστασία από τους ειδεχθείς εγκληματίες», διά της δημοσιοποίησης ονομάτων των κατηγορουμένων; Και ποιος αναλαμβάνει τον ρόλο του προστάτη της κοινωνίας; Η εφημερίδα «Espresso», που πρώτη δημοσιοποίησε τα ονόματα;
Εχουμε επιχειρηματολογήσει πολλάκις για τους παραλογισμούς που γεννήθηκαν μέσα στον πυρετό για την προστασία της ιδιωτικής ζωής. Εχουμε υποστηρίξει ότι από τη στιγμή που υπάρχει δημόσια πράξη πρέπει να υπάρχει και δημοσιότητα. Η άσκηση δίωξης δεν είναι ιδιωτική υπόθεση για να προστατεύεται από τις διατάξεις περί προσωπικών δεδομένων. Είναι δημόσια υπόθεση και οι πολίτες έχουν δικαίωμα να μάθουν. Γι’ αυτό, από τη στιγμή που οι εισαγγελείς διώκουν κάποιον το όνομά του πρέπει να βγαίνει στη δημοσιότητα. Οχι για να διαπομπευθεί ο κατηγορούμενος, αλλά για να ελέγχεται ο δικαστής. Αν δεν ξέρουμε ποιος διώκει ποιον και γιατί, τότε πολλοί αθώοι μπορεί να συνθλιφθούν κρυφίως στις μυλόπετρες της Δικαιοσύνης. Η δημοσιότητα προστατεύει και τον κατηγορούμενο και τη Δικαιοσύνη.
Αυτό το σκεπτικό είναι διαφορετικό από το πλαίσιο που έθεσε ο υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος κατ’ ουσίαν έδωσε το σύνθημα για κυνήγι μαγισσών διά της δημοσιότητας. Διότι αν σκοπός της δημοσιοποίησης των ονομάτων των κατηγορουμένων είναι η προστασία της κοινωνίας «από ειδεχθείς εγκληματίες» (πάει και το τεκμήριο της αθωότητας) τότε γιατί να μην δημοσιοποιούμε και τα ονόματα όσων βασίμως υποψιαζόμαστε ότι έχουν παιδοφιλικές ροπές; Μπορεί να κάνουμε λάθος στην κρίση μας, αλλά μήπως οι εισαγγελείς δεν σφάλλουν; Οταν στόχος είναι «η προστασία της κοινωνίας» γενικώς και αορίστως, τα ατομικά δικαιώματα πάνε περίπατο.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 27.5.2008