Αν η κυβέρνηση συνεχίσει να ενδυναμώνει το κεντρικό κράτος αντί να το αποκεντρώνει προς όλες τις κατευθύνσεις θα βρεθεί μπροστά σε πολλές εκπλήξεις τύπου Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Το ερώτημα δεν είναι γιατί ο Πανάγος συμμετείχε σε έξι επιτροπές, αλλά γιατί δεν ήταν μέλος και της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Διότι απ’ όσα προβλέπει ο νέος νόμος του κ. Σιούφα, που ψήφισε πέρυσι το ελληνικό Κοινοβούλιο, στην Επιτροπή Ανταγωνισμού προβλέπονται τρεις θέσεις για «πρόσωπα αναγνωρισμένου κύρους». Με αυτά τα ίδια εχέγγυα «κύρους κι αντικειμενικότητας» δεν μπήκε ο πολυσχιδής Σαλονικιός στην επιτροπή αξιολόγησης του προγράμματος «Equal»; Τι τον εμπόδιζε να μπει κι απευθείας στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, αφού τα τυπικά προσόντα (σύμφωνα με τον νόμο και τις εκτιμήσεις των υπουργών) υπήρχαν;
Οι πολιτικές ευθύνες κάθε κυβέρνησης για την επιλογή των προσώπων που στελεχώνουν τον κρατικό μηχανισμό είναι υπαρκτές. Είτε η ίδια τις αποδέχεται, είτε όχι. Για τη συγκεκριμένη υπόθεση, όμως, υπάρχει και μια μεγαλύτερη πολιτική ευθύνη. Αυτή η κυβέρνηση αντί να βελτιώσει την Επιτροπή Ανταγωνισμού την χειροτέρεψε. Αντί να την ανεξαρτητοποιήσει, την έκανε πιο εξαρτημένη από το υπουργείο Ανάπτυξης. Αντί να διευρύνει τις αρμοδιότητές της, διεύρυνε τον αριθμό των μελών της προσθέτοντας μάλιστα προσοντολόγιο εξαιρετικά ασαφές και χειραγωγήσιμο.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού γεννήθηκε στραβά από το ΠΑΣΟΚ. Είναι μεν ανεξάρτητη, αλλά διορίζεται από τον υπουργό Ανάπτυξης. Ο γενέθλιος νόμος της είναι χαρακτηριστικό προϊόν της διχοστασίας του σοσιαλιστικού κινήματος απέναντι στην κεντρική κυβέρνηση. Το ΠΑΣΟΚ λόγω της διακυβέρνησής του, κατανόησε το πρόβλημα του μεγάλου κράτους. Θέλησε μεν να το περιορίσει, αλλά όχι και τόσο πολύ. Γι’ αυτό και προχώρησε σε ένα θετικό βήμα, που ήταν η δημιουργία της Αρχής, αλλά ταυτόχρονα έβαλε και τον κρατικό δάκτυλο που είναι ο διορισμός της Αρχής από τον υπουργό. Είναι η γνωστή αμφιθυμία των σοσιαλιστικών κομμάτων απέναντι στο κεντρικό κράτος. Το θέλουν λιγότερο, αλλά και υπό τον έλεγχό τους.
Το ΠΑΣΟΚ, ήταν τέλος πάντων, κακό, κρατικιστικό, σοσιαλιστικό και κυβερνούσε με τις αντιφάσεις του. Τιμωρήθηκε στις εκλογές γι’ αυτές. Θα περίμενε κανείς η φιλελεύθερη Νέα Δημοκρατία να συμπληρώσει τα μισά βήματα της προηγούμενης κυβέρνησης: να κόψει τις ουρές του κρατισμού από το σοσιαλιστικό παρελθόν και να προχωρήσει σε πραγματική ανεξαρτητοποίηση της Αρχής. Μπορούσε να το κάνει ουσιαστικά κι ας γνωμοδοτούσε περί του αντιθέτου οποιαδήποτε. Αρκεί να επιζητούσε ευρύτερες συναινέσεις στη Βουλή για τον διορισμό της μελών της Επιτροπής και του Διευθυντή της. Αντ’ αυτής της τακτικής προχώρησε σε αύξηση των μελών της (από 9 σε 11) με «πρόσωπα αναγνωρισμένου κύρους» και έκανε φωτογραφικό διαγωνισμό πρόσληψης του Γενικού Διευθυντή της. Το αποτέλεσμα; Τώρα χρεώνεται πολιτικά τις καταγγελίες περί εκβιασμών και διαφθοράς.
Αν η κυβέρνηση συνεχίσει να ενδυναμώνει το κεντρικό κράτος αντί να το αποκεντρώνει προς όλες τις κατευθύνσεις (ανεξάρτητες αρχές, τοπική αυτοδιοίκηση, αγορά, αυτοδιοίκητα πανεπιστήμια) θα βρεθεί μπροστά σε πολλές εκπλήξεις τύπου Επιτροπής Ανταγωνισμού. Και φυσικά θα έχει πάντα το πολιτικό κόστος ολόκληρο.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 24.9.2006