Όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος», λέει θυμόσοφα ο ελληνικός λαός. Και για να το παραφράσουμε: όσα ξέρει μια τοπική κοινωνία, ή οι συμμετέχοντες στην εκπαιδευτική διαδικασία δεν μπορεί να τα ξέρουν όλα τα υπουργεία…
Ένας από τους βασικούς φόβους, που παραλύει κάθε διαδικασία αποκέντρωσης στη χώρα, είναι ότι αποκεντρώνονται κατ’ αρχήν «όλες οι παθογένειες του κεντρικού κράτους. Η γραφειοκρατία, η διαφθορά, ο νεποτισμός κ.λ.π.». Αυτό είναι αληθές. Το είδαμε εξάλλου σε κάθε χωλή έστω απόπειρα που έγινε για να μειωθεί το κεντρικό κράτος, ειδικά στο πείραμα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που πήρε νέα πνοή το 1994.
Το γεγονός ότι αποκεντρώνονται πρώτα «οι παθογένειες του κεντρικού κράτους» είναι και φυσικό. Κατ’ αρχήν τα αποκεντρωμένα όργανα (π.χ. Νομαρχίες, Δήμοι, ή Περιφέρειες αργότερα) δεν μπορούν παρά να έχουν ως πρώτο πρότυπό τους το κεντρικό κράτος. Με όλα τα θετικά και τα αρνητικά του. Είναι η μόνη εμπειρία δημόσιας διοίκησης που έχουμε στη χώρα. Επομένως αποκεντρώνοντας το κράτος, αποκεντρώνουμε και τις κατακτήσεις του (π.χ. δημοκρατική οργάνωση) και τις παθογένειες του (π.χ. γραφειοκρατία και διαφθορά).
Κατά δεύτερον η αποκέντρωση αρμοδιοτήτων είναι εξουσία που μεταβιβάζεται δια διοικητικών πράξεων. Δεν είναι προϊόν ενός σταδιακού μετασχηματισμού των τοπικών κοινωνιών, έτσι ώστε να δημιουργείται ταυτόχρονα κουλτούρα εξουσίας και κουλτούρα ελέγχου της. Μπορεί να φτιάχνονται ταυτόχρονα τα όργανα ελέγχου της τοπικής εξουσίας, όμως αυτά δεν λειτουργούν ποτέ αυτόματα. Χρειάζεται εμπειρία στην δημοκρατική διαδικασία και η εμπειρία αποκτάται αφενός με την πάροδο του χρόνου και αφετέρου με την …κακή χρήση της εξουσίας που απέκτησαν οι τοπικοί άρχοντες. Δηλαδή: αν δεν δημιουργηθούν προβλήματα εξαιτίας της αποκέντρωσης, οι τοπικές κοινωνίες δεν θα μάθουν ποτέ πώς να λύνουν αποκεντρωμένα αυτά τα προβλήματα. Δεν θα έχουν την εμπειρία διαχείρισης καταστάσεων που αφορούν τον νεποτισμό, την διαφθορά ή την γραφειοκρατία της τοπικής τους εξουσίας. Εάν δεν πάθουν τοπικά, δεν θα μάθουν ποτέ τοπικά.
Η αποκέντρωση δεν είναι μια διαδικασία που τελειώνει με την ψήφιση ενός νόμου ή την έκδοση μιας υπουργικής απόφασης. Αντιθέτως, τότε ξεκινά. Δίνονται αρμοδιότητες π.χ. σε μια σύγκλητο ΑΕΙ να διοικήσει το Πανεπιστήμιο. Όσο σοβαροί άνθρωποι κι αν είναι οι πανεπιστημιακοί, πάντα κάποιοι θα βρεθούν να εκμεταλλευτούν τη νέα κατάσταση εξουσίας. Η εκμετάλλευση αυτή σταδιακά θα γίνει κραυγαλέα και θα δημιουργήσει αντισώματα δημοκρατίας εντός της ίδια της ακαδημαϊκής κοινότητας. Θα δημιουργηθεί η ανάγκη για αποτελεσματικότερο έλεγχο. Κι αυτός ο έλεγχος θα υπάρξει για να μπορέσει τελικά να επιβιώσει το ΑΕΙ σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Αυτή η διαδικασία είναι ορατή στην Τοπική Αυτοδιοίκηση μετά από οκτώ χρόνια πρόκλησης εκ μέρους πολλών εκ των τοπικών αρχόντων. Όσοι έχουν ζήσει στην περιφέρεια έχουν δει να φυτρώνει σιγά-σιγά η τοπική Δημοκρατία. Οι μηχανισμοί ελέγχου άρχισαν δειλά να λειτουργούν, ο τοπικός Τύπος να ελέγχει, η Κοινωνία Πολιτών να ανατέλλει. Δεν είναι όλα ώριμα, ούτε είναι όλα άγια. Πολλοί κατηγορούν τον τοπικό Τύπο για διαπλοκή. Πιθανώς να έχουν δίκιο. Αλλά, πάλι, η Δημοκρατία καθ’ αυτή δεν είναι σύγκρουση (φυσικά εντός πλαισίου) αντίπαλων συμφερόντων;
Συμφέροντα, υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Είτε σε τοπικό, είτε σε κεντρικό επίπεδο. Μπορεί να διαγκωνίζονται στα σκαλιά του υπουργείου Παιδείας, ή στις αυλές των Πανεπιστημίων. Το ζήτημα είναι ότι τα αποκεντρωμένα συμφέροντα ελέγχονται καλύτερα, ενώ η συγκέντρωση εξουσίας σε οποιονδήποτε κεντρικό μηχανισμό δημιουργεί τεράστιες αγκυλώσεις.
Εξάλλου, «όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος», λέει θυμόσοφα ο ελληνικός λαός. Παραφράζοντάς το μπορούμε να πούμε: όσα ξέρει μια τοπική κοινωνία, ή οι συμμετέχοντες στην εκπαιδευτική διαδικασία δεν μπορεί να τα ξέρουν όλα τα υπουργεία…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 28.11.2004