Η πρόοδος της ιατρικής είναι πλέον ιλιγγιώδης και κάθε βήμα της είναι μεν σωτήριο για τον άνθρωπο, γίνεται δε θανατηφόρο για τα ταμεία.
Στην Ελλάδα, το σύστημα υγείας – πρόνοιας πάσχει πολλαπλώς. Χρηματοδοτεί υπερβολικά την γραφειοκρατία του και υποχρηματοδοτεί τις ανάγκες των ανθρώπων. Είναι ανορθολογικά οργανωμένο: δεν πρέπει να υπάρχει άλλη χώρα όπου οι υπηρεσίες πρωτοβάθμιας περίθαλψης παρέχονται από τα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ υπάρχουν διάσπαρτα νοσοκομεία, ούτε πρέπει να υπάρχει τέτοια διασπορά υποδομών και ιατρικού προσωπικού. Τεράστιες σπατάλες γίνονται στο όνομα «δίκαιων αιτημάτων» για νοσηλευτικά κέντρα σε κάθε χωριό και πανεπιστημιακές κλινικές σε κάθε κωμόπολη. Τέλος, υπάρχει τεράστια εισφοροδιαφυγή, κάτι που επιβαρύνει πολλαπλώς τα ταμεία.
Ολα αυτά τα προβλήματα είναι υπαρκτά και μεγάλα. Θα είχαμε καλύτερα αποτελέσματα στην περίθαλψη αν το κράτος κατάφερνε τόσο καιρό να περιορίσει τις σπατάλες. Αλλά οι σπατάλες δεν είναι η μόνη απειλή για το σύστημα υγείας – πρόνοιας. Οσο κι αν φαίνεται περίεργο, τα ταμεία απειλούνται και από την πρόοδο της επιστήμης.
Σύμφωνα με το «Popular Medicine» (Καθημερινή 24.2.2007), τα ασφαλιστικά ταμεία θα πρέπει να διαθέσουν περί τα 500 εκατομμύρια ευρώ για να εμβολιαστούν όλα τα κορίτσια 12 – 26 ετών της Ελλάδας κατά του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Σ’ αυτήν την αφαίμαξη πρέπει να προστεθούν άλλα 30 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο για να εμβολιάζονται εφεξής όλες οι δωδεκάχρονες της χώρας. Πρέπει εδώ να συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι αυτό το εμβόλιο προστατεύει μόνο από δύο τύπους του ιού, από τους τρεις που θεωρούνται καρκινογόνοι. Κάτι που σημαίνει ότι αν κατ’ ελπίδα υπάρξει κι άλλη τεχνολογική εξέλιξη στο μέλλον, αυτό το κόστος πιθανώς να ανεβεί κατά 30%.
Κάποιος μπορεί να σκεφτεί, ότι «μπρος στη ζωή των νέων κοριτσιών, τι αξία μπορεί να έχουν τα πεντακόσια ή τα οκτακόσια εκατομμύρια ευρώ;» Σωστά, αλλά το εν λόγω εμβόλιο δεν είναι η μοναδική εξέλιξη που απειλεί την ταμειακή ευρωστία των ταμείων. Κάθε τομέας της Ιατρικής, πλέον, δημιουργεί δαπανηρές ανάγκες. Καινούργια ακριβά φάρμακα για ασθένειες που στο παρελθόν ήταν θανατηφόρες, νέοι μέθοδοι διάγνωσης, πολύπλοκες εγχειρίσεις, μεταμοσχεύσεις κ. λπ. Η πρόοδος της Ιατρικής είναι πλέον ιλιγγιώδης και κάθε βήμα της είναι μεν σωτήριο για τον άνθρωπο, γίνεται δε θανατηφόρο για τα ταμεία.
Παλιότερα οι ευρωπαϊκές οικονομίες αναπτύσσονταν με αλματώδεις ρυθμούς και η περίθαλψη ήταν σχετικά φθηνή. Γι’ αυτό και η χρηματοδότηση του κράτους πρόνοιας δεν αποτελούσε πρόβλημα. Τώρα οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης υπολείπονται κατά πολύ από την ανάπτυξη του κόστους της Ιατρικής περίθαλψης. Κι αυτό αποτελεί πρόβλημα στο οποίο πρέπει να υπάρξει απάντηση.
Η μία απάντηση είναι να πληρώνουν οι ασφαλισμένοι το σύνολο του κόστους γι’ αυτές τι νέες θεραπείες. Αυτό όμως δημιουργεί δευτερογενή προβλήματα ανισότητας στο δικαίωμα για ζωή. Η λύση της κάλυψης όλου του ποσού από τα ταμεία εκτός του γεγονότος ότι δεν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμη, δημιουργεί και νέες σπατάλες. Βλέπουμε για παράδειγμα ότι στην Ελλάδα υπάρχει υπερβολική κατανάλωση φαρμάκων που τα ταμεία χρηματοδοτούν εξ ολοκλήρου. Η λύση «όλα δωρεάν» θα είναι η χαρά των φαρμακευτικών βιομηχανιών.
Η σοσιαλδημοκρατική λύση βρίσκεται στη μέση: Να πληρώνουν τα ταμεία και οι ασφαλισμένοι.
Μόνο που αυτή η μέση είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί. Τα κριτήρια χρηματοδότησης κάποιων θεραπειών πρέπει να λάβουν υπόψη την αντοχή των ταμείων, τη σοβαρότητα της ασθένειας, την οικονομική δυνατότητα των ασφαλισμένων κ. λπ. Είναι ένα σύστημα πολλών παραγόντων δύσκολο να επιλυθεί και η λύση του θα χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα και γραφειοκρατία. Και τότε φυσικά θα κατηγορηθεί για ασάφεια.
Αυτόν τον γόρδιο δεσμό πρέπει να λύσουν οι κοινωνίες. Οχι μόνο στην υγεία. Και στην παιδεία εμφανίζονται αντίστοιχα φαινόμενα…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 28.2.2007