Σε ένα ανορθόδοξο πόλεμο η ισχύς πυρός γίνεται μπούμερανγκ. Δημιουργεί πολιτικά αποτελέσματα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα.
Αν μας διδάσκει κάτι ο ανορθόδοξος πόλεμος στον Λίβανο είναι πως η στρατιωτική μηχανή του Ισραήλ παραείναι μεγάλη για να αντιμετωπίσει προκλήσεις σαν κι αυτές της Χεζμπολάχ. Οποιοσδήποτε στρατός, οποιουδήποτε εθνικού κράτους, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μαχητές ντυμένους στα πολιτικά που εκτοξεύουν επιθέσεις όντας κρυμμένοι ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό. Οι σύγχρονοι στρατοί, δημιουργήματα της βιομηχανικής περιόδου, έχουν φτιαχτεί για να αντιμετωπίζουν προκλήσεις εκείνης της εποχής: στρατούς παραταγμένους σε μέτωπα, σαφείς στόχους και μετρήσιμα αποτελέσματα. Σε έναν ανορθόδοξο πόλεμο η ισχύς πυρός γίνεται μπούμερανγκ. Δημιουργεί τηλεοπτικές εικόνες νεκρών αμάχων και πολιτικά αποτελέσματα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα. Εκτός αυτού, η νίκη του τακτικού στρατού δεν είναι ποτέ εξασφαλισμένη. Ισχύει πάντα η στρατηγική παρατήρηση του Χένρι Κίσινγκερ: «Σε έναν ανταρτοπόλεμο οι αντάρτες κερδίζουν όταν δεν χάνουν. O τακτικός στρατός χάνει όταν δεν κερδίζει».
Είναι φυσικό και είναι επίσης εμφανές στο Ιράκ. Εκτός του γεγονότος ότι οι στρατιωτικοί δεν είναι εκπαιδευμένοι για λεπτές επιχειρήσεις, ένας τακτικός στρατός είναι πολύ δυσκίνητος και πολύ χοντροκομμένος για να επιτελέσει αστυνομικό έργο. Κατ’ αρχάς, η λογική των στρατιωτικών (εκ της εκπαίδευσής τους και μόνο) είναι «πρώτα πυροβολείς και μετά κάνεις ερωτήσεις». Κατά δεύτερον, η δομή του στρατού είναι τέτοια που δεν μπορεί ποτέ να επιτύχει «χειρουργικά» αποτελέσματα. Το οπλοστάσιό του -παρά τα προπαγανδιστικώς θρυλούμενα περί «χειρουργικών βομβαρδισμών»- είναι πάντα μεγάλης ισχύος. Ετσι σχεδιάστηκε, διότι το ζητούμενο σε προηγούμενους πολέμους ήταν η μέγιστη καταστροφή στον εχθρό. Η χρησιμοποίηση ενός μηχανισμού καταστροφών για την εκρίζωση ανταρτικών ομάδων έχει πάντα αντίστροφα των επιδιωκόμενων αποτελέσματα. Και σε επίπεδο επικοινωνίας αλλά και σε επίπεδο αποτελέσματος: οι παράπλευρες ανθρώπινες καταστροφές ενδυναμώνουν με νέα μέλη αντί να καταστρέφουν τις ανταρτικές ομάδες. Είναι σαν να εμπιστεύεσαι σε κάποιον τον καθαρισμό ενός σπιτιού από έντομα, ξέροντας ότι το μόνο όπλο που αυτός διαθέτει είναι ένα φλογοβόλο.
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, κάθε απάντηση τακτικού στρατού θα είναι δυσανάλογη στις προκλήσεις ανταρτικών ομάδων. Αυτό φαίνεται ότι το έμαθε η Χεζμπολάχ, που χρησιμοποίησε «τακτικές τζούντο» στον πόλεμο. Χρησιμοποιεί την ισχύ του αντιπάλου για να πετύχει τα δικά της αποτελέσματα.
Εδώ όμως τίθεται κι ένα συνολικότερο ζήτημα. Πώς απαντά ένα κράτος στις απειλές ασφαλείας που υπάρχουν, είτε εντός είτε εκτός συνόρων; Η τεχνολογική εξέλιξη κάνει και τα εργαλεία καταστροφής πολύ πιο μικρά (για να εντοπιστούν) και πολύ πιο φθηνά (για να φτιαχτούν), έτσι ώστε και μια μικρή ομάδα ανθρώπων να μπορεί να σπείρει τον όλεθρο. Ακόμη κι αν εξαιρέσουμε τα χτυπήματα στους Δίδυμους Πύργους, στο Λονδίνο και τη Μαδρίτη (που απαιτούσαν ένα σημαντικό βαθμό οργάνωσης, αλλά όχι τρομακτική επιστήμη), υπάρχει η επίθεση με το αέριο σαρίν στο μετρό του Τόκιο, όπου μια ελάχιστη θρησκευτική σέχτα με πρωτόγονα μέσα σκότωσε δώδεκα. Οι πύραυλοι της Χεζμπολάχ εκτοξεύονται από μικρά ημιφορτηγά και χειρότερα: οι πύραυλοι της Χαμάς είναι αυτοσχέδιοι κι εκτοξεύονται από τις αυλές των σπιτιών. Ετσι βλέπουμε το κράτος να μην αδυνατεί μόνο να απαντήσει σε ό,τι παραπλανητικώς θεωρούμε «προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης», αλλά να αποτυγχάνει και στον πρώτο ρόλο που ιστορικά του ανατέθηκε: την ασφάλεια των πολιτών του. Είναι η εξέλιξη της τεχνολογίας που δημιουργεί τις νέες προκλήσεις και το κράτος εμφανίζεται αδύναμο να επιτελέσει επαρκώς και τον ρόλο του «νυχτοφύλακα».
Κάποτε ο κοινωνιολόγος Αντονι Γκίντενς είχε γράψει πως το κράτος είναι πλέον «πολύ μεγάλο για να χειριστεί το μικρά και πολύ μικρό για να χειριστεί τα μεγάλα». Ο πόλεμος στο Ιράκ και στον Λίβανο αποδεικνύει του λόγου το αληθές…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 4.8.2006