Δεν υπάρχει λόγος να δαπανάμε 1,5 εκατομμύριο ευρώ την ημέρα στην «Ολυμπιακή», όταν δεν έχουμε λεφτά να πληρώσουμε τους δασκάλους.
Είναι μεγάλος ο μισθός των 1.400 ευρώ μηνιαίως που ζητούν οι δάσκαλοι; Σε άλλες συνθήκες θα λέγαμε ότι είναι λίγα. Αν θέλουμε να έχουμε σοβαρή Παιδεία πρέπει να έχουμε καλοπληρωμένους δασκάλους, καλά σχολεία και διαρκή αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου – αξιολόγηση που επίσης απαιτεί χρήματα. Ετσι γίνεται και στις προηγμένες χώρες της Δύσης, όπου το ποσοστό δαπανών για την Παιδεία φτάνει μέχρι και 7% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Αντιθέτως, στην Ελλάδα αυτό το ποσοστό φτάνει στο μισό. Οσο, δε, για τις δαπάνες σε απόλυτους αριθμούς ας μην τις συγκρίνουμε: υπολείπονται κατά πολύ, διότι και το μέγεθος του παραγόμενου προϊόντος είναι διαφορετικό.
Από την άλλη πλευρά, έχει ένα δίκιο η υπουργός Παιδείας όταν ισχυρίζεται ότι αν δοθούν οι πρέπουσες αυξήσεις στους δασκάλους, θα ξεσηκωθούν οι υπόλοιποι κλάδοι (και είναι πολλοί!) ζητώντας τα ανάλογα, με αποτέλεσμα να τιναχτούν στον αέρα τα ισχνά οικονομικά του Δημοσίου. Υπάρχει το προηγούμενο του επιδόματος των 176 ευρώ, το οποίο δόθηκε για να καλυφθούν μισθολογικές ανισότητες στο Δημόσιο, αλλά τελικά με δικαστικές αποφάσεις θα το πάρουν όλοι.
Από πού όμως θα βρεθούν χρήματα για να πάρουν οι δάσκαλοι τα 450 ευρώ επιπλέον; Βλέπετε, αυτό το κράτος εκτός από την Παιδεία πρέπει να φροντίζει να μην κλείσει η «Ολυμπιακή», πρέπει να καλύπτει τα ελλείμματα του ΟΣΕ, να πληρώνει ελλείμματα στα ασφαλιστικά ταμεία ώστε να γίνονται κάποιοι συνταξιούχοι σε ηλικία 50 ετών, να πληρώνει τους περισσότερους εξοπλισμούς στην Ε.Ε. κ.λπ. Το αποτέλεσμα είναι να περικόπτεται κάτι από όλους τους τομείς. Ετσι, μπορεί κανείς να μη μένει ευχαριστημένος, αλλά από την άλλη μεριά δεν θα φουντώσει κάπου η κοινωνική δυσαρέσκεια. Η διακυβέρνηση της χώρας δεν γίνεται με στόχους που αφορούν το μέλλον. Είναι μια άσκηση διαχείρισης των επιμέρους δυσαρεσκειών. Κάθε κυβέρνηση φροντίζει απλώς μη φουντώσει κάποιο μέτωπο. Ετσι καλούμαστε υπερηφάνως να πληρώνουμε τον εθνικό μας αερομεταφορέα, και αναγκαζόμαστε να κόψουμε λεφτά από την Παιδεία.
Η πολιτική όμως δεν είναι διαχείριση της υπάρχουσας μιζέριας. Πρέπει να αφορά προτεραιότητες. Αποφασίσαμε, ως κοινωνία, ότι το μέλλον της χώρας εξαρτάται από την Παιδεία. Αυτό δεν πρέπει να μείνει στα λόγια. Οφείλουμε να ρίξουμε το βάρος στην εκπαίδευση περικόπτοντας άλλες δαπάνες.
Δεν υπάρχει λόγος να δαπανάμε 1,5 εκατομμύριο ευρώ την ημέρα στην «Ολυμπιακή» (τόσο υπολόγισε το κόστος ο κυβερνητικός εκπρόσωπος), όταν δεν έχουμε λεφτά να πληρώσουμε τους δασκάλους, οι οποίοι κατά κοινή ομολογία συμβάλλουν στην πρόοδο του τόπου.
Φυσικά θα είναι δυσάρεστο να κλείσει η «Ολυμπιακή», αλλά είναι καταστροφικό για το μέλλον να υποχρηματοδοτείται η Παιδεία. Και όπως είχε πει ο γκουρού της σοσιαλδημοκρατικής σκέψης Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ «η πολιτική δεν είναι η τέχνη του εφικτού, αλλά είναι η τέχνη της επιλογής μεταξύ του δυσάρεστου και του καταστροφικού».
Τελικά η ελληνική κοινωνία πρέπει να ιεραρχήσει τις επιλογές της. Θέλει εκτεταμένο και ταυτόχρονα λίγο κράτος παντού, ή θέλει συρρικνωμένο (σε έκταση) αλλά πολύ κράτος σε κάποιους τομείς που ιεραρχεί ως άμεση προτεραιότητα. Δυστυχώς, δεν ζούμε σε ένα κόσμο αστείρευτων πόρων και το κράτος δεν είναι μια μηχανή που παράγει πλούτο. Ο προϋπολογισμός αποτυπώνει πολιτικές και ως εκ τούτου κοινωνικές επιλογές διανομής συγκεκριμένης ποσότητας πλούτου. Αυτή η διανομή μπορεί να είναι στοχευμένη σε τομείς που κρίνουμε αναγκαίους (π.χ. Παιδεία και Υγεία) ή μπορεί να γίνεται σκόρπια, και όποιος προλαβαίνει και έχει την πολιτική δύναμη να πιέσει παίρνει.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 27.9.2006