Από τη φύση της, η τηλεόραση είναι «κρεατομηχανή». Αλέθει διά των εντυπώσεων τα πάντα.
Συγχωρέστε με για τον προσωπικό τόνο, αλλά την Παρασκευή λυπήθηκα. Ενοχλήθηκα, βλέποντας το δελτίο ειδήσεων του «Alpha». Ντράπηκα για το γεγονός ότι το άρθρο που έγραψα προ ημερών, υπερασπιζόμενος το δικαίωμα των δημοσιογράφων να αποκαλύπτουν την αλήθεια, θεωρήθηκε από κάποιους δικαίωμα του κ. Μάκη Τριανταφυλλόπουλου να σηκώνει ψηλά το δάχτυλο, επιτιμώντας τους πάντες στο όνομα της «αρετής». Ξέχασα πως η τηλεόραση έχει μικρή σχέση με την αλήθεια και μεγάλη με τις εντυπώσεις. Και οι εντυπώσεις προχθές ήταν αλγεινές. Όχι στο πρόσωπο του διαπρεπούς νομικού κ. Μιχάλη Σταθόπουλου, αλλά ολόκληρης της δημοσιογραφίας.
Υπάρχει μια πολύ λεπτή γραμμή μεταξύ της αποκάλυψης και της διαπόμπευσης. Ο κ. Τριανταφυλλόπουλος την έσβησε. Ανέμειξε τη δημοσιογραφική δουλειά με το σόου, το ρεπορτάζ με το σχόλιο, την έρευνα για την αλήθεια με την οργή για το «πόσο κακός είναι ο κόσμος». Μόνον που…
Ένας δημοσιογράφος δεν οργίζεται για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η κοινωνία. Δεν δηλώνει καν ευχαριστημένος γι’ αυτήν. Την περιγράφει. Δεν αναλαμβάνει εργολαβικά την αλλαγή της, ούτε την κάθαρσή της. Παραθέτει απλώς τα στοιχεία. Είναι άλλο πράγμα να αποκαλύψει τα πεπραγμένα ή τις κατηγορίες κατά ενός αξιωματούχου κι άλλο να τσακώνεται στο όνομα κάποιας απροσδιόριστης ηθικής μαζί του.
Ο δημοσιογράφος δεν εκπροσωπεί ούτε το λαό – πώς θα μπορούσε άλλωστε;- ούτε κάποιον άλλο. Προσπαθεί να προσεγγίσει την αλήθεια. όποιον κι αν βολεύει, όποιον κι αν πλήττει. Δεν νοιάζεται για τις επιπτώσεις της δουλειάς του και κυρίως δεν πασχίζει να τις διαμορφώσει. Αφήνει τα αποκαλυφθέντα γεγονότα να τραβήξουν μόνα τους το δρόμο. Δεν τα χρησιμοποιεί για να κηρύξει τη δική του ηθική, ούτε να διαδηλώσει την καταπιεσμένη ηθική του αγανάκτηση.
Ένας δημοσιογράφος δεν γίνεται ποτέ μέρος της ιστορίας που αφηγείται, δεν γίνεται ποτέ κομμάτι του ρεπορτάζ του. Κρύβει επιμελώς όποια συναισθήματα του δημιουργεί η δουλειά του. Όχι γιατί είναι ανάλγητος άνθρωπος, αλλά γιατί έτσι διαφυλάσσει το τεκμήριο εγκυρότητας του. Ένας δημοσιογράφος ξέρει τα όριά του. Κι αυτά φτάνουν μέχρι την κατά το δυνατόν πιο σφαιρική και αντικειμενική περιγραφή του κόσμου. Δεν πάει παραπέρα, διότι δεν είναι η δουλειά του να πάει παραπέρα.
Από τη φύση της η τηλεόραση είναι «κρεατομηχανή». Αλέθει διά των εντυπώσεων τα πάντα. Βάζει σε διπλανά παράθυρα την κ. Σούλα με την κ. Αρβελέρ, τον καθηγητή της Νομικής με τον κ. Κλεάνθη Γρίβα. Ισοπεδώνει με το πρόσχημα της δίκαιης μεταχείρισης κάθε ιεραρχία και κάθε τεκμήριο γνώσης. Κι αυτή η ισοπέδωση αποτελεί την πεμπτουσία του λαϊκισμού.
Η τηλεόραση δημιουργεί -ευτυχώς στιγμιαία- καταστάσεις, στις οποίες δεν χωρά η γνώση και η λογική. Φουντώνει συναισθήματα και περιορίζει τη λογική. Στην εγγενή τάση του Μέσου προς ισοπέδωση οι δημοσιογράφοι πρέπει διά του λόγου τους να αντιστέκονται. Να υπενθυμίζουν, έστω άρρητα, πως η συγκινησιακή φόρτιση της εικόνας είναι ένα ελάχιστο της πραγματικότητας. Πως αυτοί βρίσκονται δίπλα στην κάμερα ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο: Για να θέτουν την εικόνα στον περιορισμό της λογικής. Οι δημοσιογράφοι πρέπει να αναδεικνύουν, όσο το δυνατόν περισσότερο, την ουσία και να περιορίζουν όσο το δυνατόν τις εντυπώσεις. Να χρησιμοποιούν την εικόνα και να μη γίνονται μέρος της.
Δυστυχώς, στην ελληνική τηλεοπτική δημοσιογραφία, όχι μόνο δεν υπήρξε αντίσταση στις εγγενείς αδυναμίες του Μέσου, αλλά συνειδητή διόγκωσή τους. Οι Έλληνες δημοσιογράφοι της TV δεν περιορίζουν το εγγενές ψεύδος της τηλεόρασης, αλλά το φουντώνουν διά των συναισθηματικών (;) τους εκρήξεων. Υπάρχει θέμα ύφους και θέμα εντυπώσεων στον τηλεοπτικό δίαυλο «Alpha». Κι επειδή η τηλεόραση είναι πρώτα εντυπώσεις, το ύφος κατακρεουργεί την αξία όποιων αποκαλύψεων κάνει.
Είναι θεμιτές και ζητούμενες οι δημοσιογραφικές αποκαλύψεις, αλλά μέχρις εκεί. Μέχρι την, χωρίς σκοπιμότητες, καταγραφή των γεγονότων. Τα υπόλοιπα δεν είναι δουλειά των δημοσιογράφων. Είναι της συντεταγμένης Πολιτείας και των οργάνων της. Κι αυτό είναι καλό να το καταλάβουν εκεί, στην Παιανία. Όχι για το καλό της Δημοκρατίας ή του κόσμου, αλλά για την εγκυρότητα της δουλειάς των.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 31.10.2005