Κανένα από τα δύο κόμματα δεν προέβαλε στον ελληνικό λαό την δική του εκδοχή για το αναθεωρημένο «άρθρο 16».
Πόσοι το θυμούνται, άραγε, ότι πέρα από τις κουμπαριές και τα γάλατα τρέχει και η αναθεώρηση του Συντάγματος, μια διαδικασία που θα ορίσει πολλά για τη χώρα τα επόμενα χρόνια;
Η αναθεώρηση, λοιπόν -όπως εξάλλου πολλά πράγματα σ’ αυτήν τη χώρα- ξεκίνησε με θούριους και παιάνες, με μεγάλες ομιλίες και κάποιες προτάσεις και πέντε μήνες μετά πέρασε στη λήθη. Σαν να έχουν συζητηθεί όλα και το μόνο που απομένει είναι να αποφασίσει τώρα η Βουλή ποια άρθρα θα αναθεωρήσει.
Για παράδειγμα: το ουσιαστικό κομμάτι αυτής της αναθεώρησης αφορά την Ανώτατη Εκπαίδευση. Το ευτύχημα είναι ότι και τα δύο μεγάλα κόμματα συμφωνούν ότι το άρθρο 16 που εξασφαλίζει το κρατικό μονοπώλιο στην Παιδεία πρέπει να τροποποιηθεί.
Εξ όσων ακούσαμε και τα δύο κόμματα κλίνουν σε μια μερική απελευθέρωση, επιτρέποντας τη λειτουργία «μη κρατικών και μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ».
Πίσω, όμως, από αυτήν την ταμπέλα μπορούν να κρυφτούν πολλά, και όχι κατ’ ανάγκην επιλήψιμα. Μπορεί να υπάρξουν παρεξηγήσεις λόγω άγνοιας της ακριβούς πρότασης του ενός ή του άλλου κόμματος και κάτι που μοιάζει προδιαγεγραμμένο να μπει σε μια ανώφελη κομματική διελκυστίνδα.
Ετσι, κανένα από τα δύο κόμματα δεν προέβαλε στον ελληνικό λαό τη δική του εκδοχή για το πώς πρέπει να είναι το αναθεωρημένο «άρθρο 16» ώστε να γίνει μια ενδελεχής συζήτηση για τα υπέρ και τα κατά της προτεινόμενης τροποποίησης. Αυτό δεν αποτελεί φορμαλισμό, είναι ανάγκη να προχωρήσει ο διάλογος πέρα από τη συνθηματολογία.
Οταν σε μια χώρα δεν έχουμε κατανοήσει τη διαφορά του «ιδιωτικού» και του «μη κρατικού», χιλιάδες παρεξηγήσεις μπορούν να δημιουργηθούν με την τροποποίηση κάθε μιας από τις 467 (!) λέξεις που έχει το εν λόγω άρθρο.
Βέβαια το Σύνταγμα προσφέρει ασφαλιστικές δικλίδες και γι’ αυτό η αναθεώρηση γίνεται σε δύο μέρη. Η σημερινή Βουλή θα αποφασίσει ποια άρθρα θα τροποποιηθούν και η επόμενη πώς θα γίνουν.
Εδώ όμως υπάρχει ένα πολύ λεπτό σημείο που πολλοί αγνοούν. Αν η σημερινή Βουλή αποφασίσει την τροποποίηση κάποιου άρθρου με αυξημένη πλειοψηφία (180 και άνω βουλευτές), η επόμενη απλή πλειοψηφία της Βουλής (150 βουλευτές) μπορεί να τροποποιήσει το άρθρο κατά το δοκούν. Στην επόμενη Βουλή δεν θα χρειαστεί ο διάλογος και η συναίνεση ώστε να τροποποιηθεί κατά τον καλύτερο τρόπο κάποιο άρθρο.
Το αποτέλεσμα πιθανότατα θα είναι να αλλαχθεί το Σύνταγμα μονομερώς από την επόμενη κυβέρνηση και να νιώσει (ή και να δηλώσει) εξαπατημένη η μέλλουσα αντιπολίτευση, τόσο που να μη στηρίξει όπως πρέπει μια τέτοια μεγάλη θεσμική αλλαγή.
Αντιθέτως, αν η σημερινή Βουλή αποφασίσει με απλή πλειοψηφία (150 βουλευτών) την αναθεώρηση του άρθρου 16, η διατύπωση της αναθεώρησης θα πρέπει να περάσει από διακομματική συμφωνία για να επιτευχθεί η αυξημένη πλειοψηφία (180 βουλευτές).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να επιτευχθεί επί της ουσίας του άρθρου συζήτηση στην επόμενη Βουλή, θα δημιουργηθούν όμως ανώφελες παρεξηγήσεις, επειδή ένα μόνο κόμμα θα δηλώσει διά της ψήφου του τη θέλησή του για αλλαγή του επίμαχου άρθρου, ενώ το άλλο θα κρατά επιφυλάξεις όχι προς την ανάγκη τροποποίησης, αλλά σε ό,τι αφορά τη διατύπωση.
Πρέπει, λοιπόν, τα κόμματα να διατυπώσουν από τώρα ακριβώς τα άρθρα που προτείνουν να αλλαχθούν. Να γίνει μια συζήτηση σε βάθος, να τροποποιήσουν πιθανώς κάποια πράγματα για να καταλήξουμε στην περιπόθητη σύγκλιση απόψεων. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την παιδεία.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 28.9.2006