Γράφαμε χθες ότι όσο της μόδας ήταν πριν από λίγο καιρό η προστασία των προσωπικών δεδομένων, τόσο της μόδας γίνεται τώρα η κατάργησή της. Στο πλαίσιο ενός αβαθούς και γεμάτου κραυγές δημοσίου διαλόγου επόμενο είναι να θολώνουν όλες οι διακρίσεις. Από την μία απαιτούμε την «προστασία του κατηγορούμενου από τη δημοσιότητα μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεση» (ξεχνώντας προφανώς ότι στη Δικαιοσύνη τίποτε δεν τελεσιδικεί ουσιαστικά, αφού υπάρχουν και οι δικαστικές πλάνες και γίνονται αναψηλαφήσεις), ενώ τώρα απαιτούμε την δημοσιοποίηση των ονομάτων εκείνων με βάση τις υποψίες των αρχών, χωρίς καν να περιμένουμε να στοιχειοθετηθεί επίσημη κατηγορία.
Ετσι εισήλθαμε στο βασίλειο του παραλογισμού. Από τη μια έχουμε νόμο που απαγορεύει τη φωτογράφιση ή βιντεοσκόπηση των κατηγορουμένων και από την άλλη την προτροπή του γραμματέα του κυβερνώντος κόμματος «να δούμε τις χειροπέδες». Από την μια είχαμε τη καταδίκη περιφερειακού καναλιού επειδή μετέδωσε τη συνέντευξη ενός κατηγορούμενου (η προστασία της ιδιωτικής μας ζωής έχει προχωρήσει τόσο σ’ αυτή τη χώρα που οι δικαστές φροντίζουν να τα προστατεύουν ακόμη και από μας τους ίδιους) και από την άλλη η ίδια η Ελληνική Αστυνομία είχε μοιράσει τη φωτογραφία κάποιου που είχε πυροβολήσει με κυνηγετικό όπλο κατά του αυτοκινήτου της κ. Μπακογιάννη.
Τέλος, φθάσαμε στη δημοσιοποίηση των ονομάτων κατηγορουμένων α λα καρτ. Αν είναι «δημόσια πρόσωπα», λένε, θα μάθουμε το όνομά τους. Θα πρέπει λοιπόν να περιμένουμε νέο γύρο συζητήσεων για να οριστούν οι ιδιότητες που καθορίζουν το «δημόσιον» ενός ατόμου. Μια πιθανή εξίσωση θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει τα λεπτά τηλεοπτικής παρουσίας του ανά έτος, συν τις αναφορές σε κουτσομπολίστικα περιοδικά, επί την τηλεθέαση της AGB σταθμισμένη με ένα συντελεστή ω, που θα μετράει το κύρος του.
Το πρόβλημα έγκειται ότι με συνέργεια των γνωμηγετών, τα προσωπικά δεδομένα έγιναν όργανο στα χέρια των αρχών. Οποτε θέλουν να επιδείξουν έργο, δείχνουν τις χειροπέδες, και όποτε θέλουν να κρύψουν κάτι ? όπως είναι οι μισθοί των στελεχών στο δημόσιο τομέα, ωρύονται για τα προσωπικά δεδομένα.
Τα προσωπικά δεδομένα, δηλαδή, από δημοκρατικό εργαλείο μετατρέπονται σε όργανο προστασίας από τον κοινωνικό έλεγχο κάθε λογής εξουσίας. Οχι μόνο με ευθύνη των αρχών. Για παράδειγμα, το προεδρείο της Ενωσης Συντακτών δεν δημοσιοποίησε φέτος τα ονόματα των δημοσιογράφων που εργάζονται στο Δημόσιο, κρυπτόμενο πίσω από μια θολή δικαιολογία περί προσωπικών δεδομένων, λες και η ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου είναι ντροπή ή, τέλος πάντων, ο ελληνικός λαός δεν πρέπει να μάθει ποιους πληρώνει και ποιους διαβάζει ή ακούει.
Δυστυχώς, σ’ αυτό το κλίμα της αδιαφάνειας συνετέλεσε και η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Με μια σειρά αστήρικτων λογικά αποφάσεων λογόκρινε πολλά αναγκαία για τον δημόσιο διάλογο στοιχεία και συνετέλεσε στη θολούρα που επικρατεί. Τι να πρωτοθυμηθούμε; Την άστοχη απόφαση για τους συμμετέχοντες στο ιδιότυπη εκλογή του Γ. Παπανδρέου στο ΠΑΣΟΚ. Τα δύο μέτρα και σταθμά για τις κάμερες; Ή την πρωτοφανή πρακτική να διώκονται επισήμως κάποιοι και να μη μαθαίνουμε ποιοι είναι;
Σχετικά με το τελευταίο κι επειδή γίνεται πολύ μεγάλη κουβέντα τον τελευταίο καιρό πρέπει να επισημάνουν ότι, αν λοιπόν υπάρχει πρόβλημα με τον «στιγματισμό των κατηγορουμένων», αυτό πρέπει να λυθεί στην πηγή. Πρέπει, δηλαδή, οι διωκτικές αρχές να κάνουν καλύτερη δουλειά, αντί να αναγκάζεται όλο το σύστημα να κρύβει τις διώξεις κάτω από το χαλί των προσωπικών δεδομένων. Γιατί μαζί μ’ αυτές κρύβεται και η ανικανότητα των αρχών τις οποίες, σημειωτέον, πληρώνουμε για να κάνουν καλή δουλειά.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 25.1.2007