Η κυριαρχία της Αριστεράς απαξίωσε πολύ νωρίς και ιδεολογικά και κοινωνικά κάθε προσπάθεια διαχωρισμού των ανθρώπων με βάση τα χαρακτηριστικά τους. Μόνο που αυτή η απαξίωση του ρατσισμού είναι ρηχή. Σαν μόδα…
Η κ. Νέρι Μαντέι Νιαγκουάρα έχει σκούρο δέρμα. Μικρότερη είχε αντιμετωπίσει τη χλεύη των συμμαθητών της γι’ αυτή την ιδιαιτερότητα. Η ελληνική κοινωνία δεν ήταν τόσο ανεκτική, όσο θέλουμε να βαυκαλιζόμαστε. Στο σχολειό ασχέτως του γεγονότος ότι η μητέρα της Νέρι ήταν Ελληνίδα, η Νέρι δεν λογιζόταν ως ελληνίδα. Ήταν μαύρη.
Η κ. Νέρι Μαντέι Νιαγκουάρα τιμά σήμερα τα ελληνικά χρώματα. Είναι η ελληνίδα κολυμβήτρια που έφτασε σε καλή θέση στους Ολυμπιακούς και σηματοδοτεί μια νέα, μια άλλη εποχή της ελληνικής κοινωνίας. Μιας εποχής στην οποία ένα όμορφο κορίτσι με σκούρο δέρμα μπορεί να λογίζεται ως ελληνίδα διότι θέλει να είναι ελληνίδα.
Η ελληνική κοινωνία δεν υπήρξε ρατσιστική στο παρελθόν. Για ένα πολύ απλό λόγο: δεν υπήρχαν ούτε μαύροι, ούτε Αλβανοί για να βρει πεδίο έκφρασης ο ρατσισμός. Την δεκαετία του 1990, όταν η χώρα μπολιάζεται από αλλοεθνείς, η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει ένα σοκ. Είναι εύλογο και έπρεπε να το αναμένουμε. Εμφανίζονται ρατσιστικές συμπεριφορές. Κάποιες είναι έντονες, αλλά ευτυχώς το σοκ δεν κρατά πολύ. Η ελληνική κοινωνία αρχίζει σιγά-σιγά να αποδέχεται τους ξένους. Αυτή η αποδοχή έχει να κάνει μνήμες του πολυπολιτισμού, μέσω του οποίου μεγαλούργησαν στο παρελθόν οι κάτοικοι αυτού του τόπου, αλλά κυρίως οφείλεται στην ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς. Κακά τα ψέματα: η (κατά το μεγαλύτερο μέρος) βελούδινη μετάβαση σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία οφείλεται στον πολιτικό φιλελευθερισμό που καλλιέργησε χρόνια η ανανεωτική Αριστερά στον τόπο. Αυτή απαξίωσε πολύ νωρίς και ιδεολογικά και κοινωνικά κάθε προσπάθεια διαχωρισμού των ανθρώπων με βάση τα χαρακτηριστικά τους.
Η ελληνική κοινωνία μοιάζει να έκανε άλματα τα τελευταία χρόνια. Δέχθηκε το τεράστιο σοκ της μετανάστευσης και -ας μην είμαστε μεμψίμοιροι- εμφάνισε λίγα παρατράγουδα. Αγκαλιάζει και την «μαύρη» Νέρι Μαντέι Νιαγκουάρα, και τον Ηλία Ηλιάδη, θα αγκαλιάσει στο σύνολό της και τον Οδυσσέα Τσενάι.
Αυτά είναι τα καλά νέα. Τα άσχημα είναι πως αυτή η ανεκτικότητα μπορεί να είναι επιφανειακή. Για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχήν οι κοινωνίες στα δύσκολα κρίνονται. Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης ζει μια χωρίς προηγούμενο περίοδο ευημερίας. Οι μετανάστες βοηθούν σ’ αυτή. Τα μεσαία στρώματα χρειάζονται τους Αλβανούς. Είναι φιλί ζωής στην μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Τι θα γίνει όμως αν αυτό το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης φυλλορροήσει;
Είναι δεδομένο ότι η μετανάστευση δεν μοιράζει εξίσου την ευλογία της στις οικονομίες του κόσμου. Βοηθά κυρίως τους επιχειρηματίες ενώ πλήττει τα χαμηλά στρώματα -είτε γιατί το (έτσι κι αλλιώς φτωχό) κράτος πρόνοιας μοιράζει τα οφέλη του σε περισσότερους, είτε γιατί λειτουργούν σαν μοχλός πίεσης στα εργατικά εισοδήματα. Σε περιόδους ευημερίας και σε χώρες εκτεταμένης μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας αυτή η αναδιανομή του πλούτου δεν γίνεται αισθητή στο σύνολο του πληθυσμού. Γίνεται αισθητή σε θύλακες που βιώνουν πρώιμα την οικονομική κρίση και όπου αρχίζουν να εμφανίζονται έντονα ρατσιστικά φαινόμενα. Ας σκεφθούμε, απλώς, που κερδίζει ο κ. Λεπέν τα τελευταία χρόνια: στις εργατικές συνοικίες.
Το δεύτερο που πρέπει να παρατηρήσουμε είναι ότι ο ρατσισμός απαξιώθηκε από την Αριστερά κοινωνικά και ιδεολογικά, αλλά όχι σε βάθος.
Για να το πούμε πιο λιανά: δεν είναι της μόδας σήμερα να είναι κάποιος ρατσιστής. Ο ελληνικός αντιρατσισμός δεν ήταν προϊόν διαλόγου αλλά παράγωγο της ιδεολογικής κυριαρχίας της Αριστεράς. Όπως κάποτε ήταν της μόδας να είναι κάποιος Αριστερός, έτσι παραμένει της μόδας να είναι κάποιος αντιρατσιστής. Αυτή η κυριαρχία της Αριστεράς -όσο κι αν ωφέλησε τη χώρα σε πρώτο επίπεδο- στην ουσία έκρυψε το πρόβλημα κάτω από το χαλί της απαξίωσης. Δεν υπάρχει συστηματική δουλειά και ουσιαστική παιδεία πίσω από την ελληνική ανεκτικότητα.
Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Το σαθρό οικονομικό μοντέλο της μεταπολίτευσης δεν θα μπορεί επί μακρόν να παράγει ευημερία, ειδικά στα μικρομεσαία στρώματα. Η ιδεολογία του αντιρατσισμού δεν έχει βαθιές ρίζες, ούτε σοβαρή επεξεργασία στην ελληνική κοινωνία. Αυτά τα δύο αποτελούν ένα εκρηκτικό μίγμα το οποίο πρέπει να προσέξουμε. Οι πρώτοι τριγμοί εμφανίζονται στις κοινωνιολογικές έρευνες όπως του ΕΚΚΕ. Αν επαναπαυτούμε σε ιδεολογήματα «οι Έλληνες δεν είναι ρατσιστές», ή στο υψωμένο -προς τέτοια φαινόμενα- φρύδι της Αριστεράς, οι εξελίξεις κάποια στιγμή μπορούν να πάρουν τη μορφή χιονοστιβάδας…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 22.8.2004