Η συμπύκνωση των φαινομένων είναι η μεγάλη αξία του βιβλίου του Τάκη Θεοδωρόπουλου «Η Μελαγχολία της Δευτέρας. Από την ευφορία του 2004 στην κατάθλιψη του 2008».
Ένα από τα ερωτήματα -και ίσως μια μικρή ματαιοδοξία όποιου σκαρώνει εφημεριδογραφήματα- είναι «πως αυτά μένουν στο χρόνο;» Μπορεί ένα άρθρο, μια επιφυλλίδα να γίνει κλασικό κείμενο, αφού απευθύνεται στους αναγνώστες την μίας ημέρας; Υπάρχει τρόπος να σπάσει το φράγμα της πολτοποίησης να ενταχθεί σε βιβλίο, να διαβαστεί ένα, δύο, εκατό χρόνια μετά;
Η απάντηση είναι ναι! Στα εκατομμύρια κείμενα που δικαίως έγιναν πολτός υπάρχει το κλασικό παράδειγμα του «Κατηγορώ» του Εμίλ Ζολά. Υπάρχουν τα κείμενα του Σουρή. Υπάρχουν τα άρθρα που δημοσιεύτηκαν ψευδωνύμως για την μορφή που πρέπει να πάρει το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών και έγιναν κομμάτι της πολιτικής επιστήμης υπό τον τίτλο «Τα ομοσπονδιακά κείμενα».
Τι έκανε αυτά τα εφημεριδογραφήματα κλασικά;
Υπάρχουν δύο τρόποι για να μην χάσει την αξία του στον χρόνο ένα κείμενο. Ο πρώτος είναι να αναφέρεται σε κάποιο πρόβλημα που δεν έχει επιλυθεί. Υπό την έννοια αυτή σχεδόν όλα τα άρθρα στην Ελλάδα είναι κλασικά. Ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε το 1990 για την κατάσταση των δρόμων της Αθήνας μπορεί να επαναδημοσιευτεί ως έχει και σήμερα και να θεωρείται επίκαιρο. Αυτό είναι το μόνο καλό με τους πολιτικούς που δεν διαβάζουν. Και στην Ελλάδα έχουμε πάρα πολλούς πολιτικούς που δεν διαβάζουν με αποτέλεσμα όλα μας τα άρθρα να είναι διαχρονικά.
Ο δεύτερος τρόπος για να παραμείνει ένα κείμενο αξιοδιάβαστο είναι αυτό που θα λέγαμε ο «νευτώνειος τρόπος». Υπάρχει ένας μύθος που θέλει τον Νεύτων να κάθεται κάτω από μια μηλιά. Βλέπει το μήλο να πέφτει και φτιάχνει την μεγαλειώδη θεωρία της βαρύτητας, που εξηγεί όχι μόνο γιατί πέφτουν τα μήλα, αλλά και πως κινούνται οι πλανήτες. Νομίζω ότι αυτή είναι η συνταγή της επιτυχίας ενός καλού άρθρου. Από το μερικό, από το εφήμερο φαινόμενο να φτιάχνεις μια μικρή θεωρία για τον κόσμο. Να βλέπεις τα κέρινα ομοιώματα στων εθναρχών στο Μουσείο της Μαντάμ Τισό και να αναρωτιέσαι για την θέση της Ελλάδος στον σύγχρονο κόσμο. Να μην καλύψεις τις 500 ή 800 λέξεις του χώρου που σου δίνεται με ένα επιφανειακό λυρισμό, αλλά να σκαλίσεις λίγο πιο κάτω να δεις και να δείξεις τι σημαίνουν τα φαινόμενα. Να συνδέσεις πράγματα που μοιάζουν άσχετα μεταξύ τους: όπως ο Νεύτωνας συνέδεσε την πτώση των αντικειμένων με την κίνηση των πλανητών έτσι συνέδεσε ο Τάκης Θεοδωρόπουλος «εκείνο τον τύπου που είχε βάλει όλη την νύχτα στόχο το παράθυρό μου με την κόρνα του, να περιμένει σε όλη την διάρκεια του αγώνα με τη Γαλλία πότε θα βάλει το γκολ ο Χαριστέας για να αρχίσει να κορνάρει με την άνεσή του» με «την εθνική μας ψυχή».
Γράφει στην επιφυλλίδα με τίτλο «Όταν κορνάρουν οι ψυχές»: «Δεν πρέπει, για παράδειγμα να περάσει απαρατήρητη η σχέση κόρνας και ψυχικής μας ανάτασης. Η ψυχή μας κορνάρει στους γάμους, όταν κουβαλάει τη νύφη στο πίσω κάθισμα κορνάρει στις εκλογές, και αυτό πια μιλάει από μόνο του, κορνάρει μετά τις νίκες στο ποδόσφαιρο. Η εθνική μας ψυχή δεν έχει βρει θόρυβο να εκφράζει τις ήττες της είτε γιατί δεν τις αναγνωρίζει-συνήθως φταίνε οι άλλοι που νικήσανε- είτε γιατί δεν μπορεί να κορνάρει όταν έχει ηττηθεί, κι επειδή στην πραγματικότητα εκείνο που την ενδιαφέρει είναι να κορνάρει και όχι να νικάει, όταν δεν μπορεί να κορνάρει, σιωπά.»
Αυτή η παρατήρηση είναι διαχρονική. Έχει αξία ακόμη κι όταν ξεχάσουμε εκείνο το καλοκαίρι του εθνικού μας πανηγυριού, ακόμη και τώρα που τα γονίδια μας μεταλλάχτηκαν από νικηφόρα σε ηττοπαθή. Και αυτή η αξία δεν είναι μόνο φιλολογική, δεν είναι θεωρητική είναι για τις εφημερίδες και τους αναγνώστες τους πολύ πρακτική. Κάθε θεωρία για τον κόσμο, δεν είναι απλώς όμορφη είναι εξαιρετικά χρήσιμη.
Πολλοί αναρωτιούνται τι χρειάζονται οι εφημερίδες στην εποχή της υπερπληροφόρησης. Τι κενό καλύπτουν σε ένα τοπίο που έχει εκατοντάδες κανάλια, χιλιάδες ραδιόφωνα εκατομμύρια websites, όπου η πληροφορία φτάνει μέχρι και το κινητό μας. Έτσι όπως είναι οι εφημερίδες σήμερα η απάντηση είναι: δεν χρειάζονται σε τίποτε και όχι μόνο δεν καλύπτουν κάποιο κενό, αλλά απλώς ενισχύουν τον θόρυβο της υπερπληροφόρησης. Εκτός αν έχουν περισσότερα κείμενα σαν αυτά του Τάκη Θεοδωρόπουλου. Επειδή ακριβώς βομβαρδιζόμαστε με πληροφορίες όλα πια μοιάζουν με θόρυβο. Ο κόσμος αρχίζει και μας φαίνεται τρελός, χωρίς νόημα. Εκεί λοιπόν έρχεται ο επιφυλλιδογράφος για να βάλει τάξη στο χάος, να συμπυκνώσει τα φαινόμενα σε ένα άρθρο, και κατ’ επέκταση εκεί έρχεται η εφημερίδα να κάνει τον κόσμο θεωρία. Να πάρει αφορμές απ’ όσα συμβαίνουν και να τα συναρμόσει σε θεωρία. Το άρθρο είναι μετα-πληροφορία. Παίρνει τις πληροφορίες και τις βάζει σε τάξη, τις μεταμορφώνει σε ένα κατανοητό λεκτικό τύπο.
Δηλαδή σκεφθείτε πως θα ήταν η γνώση μας για τον κόσμο χωρίς την θεωρία του Νεύτωνα. Με τα μέσα που έχουμε σήμερα θα είχαμε απίστευτους τόμους με εκατομμύρια σελίδες μετρήσεων ένα για το μήλο που πέφτει, ένα για το μολύβι που πέφτει, ένα για την κίνηση του Άρη, ένα για την κίνηση της Σελήνης κ.ο.κ. Όταν θα θέλαμε να προβλέψουμε την τροχιά ενός μολυβιού που πέφτει θα βουτούσαμε στις προηγούμενες μετρήσεις θα βρίσκαμε το προηγούμενο πείραμα που είχε καταγραφεί και θα κάναμε την πρόβλεψή μας. Αυτή την οικονομία μας προσέφερε ο Νεύτωνας: τώρα δεν έχουμε παρά να εφαρμόσουμε ένα μικρό μαθηματικό τύπο: F=G x (m1*m2/r2)
F = η Βαρυτική δύναμη μεταξύ δύο σωμάτων ισούται με την
G = η Παγκόσμια Βαρυτική Σταθερά ( 6.67Χ10-11N m2 kg-2 )
m1 = η μάζα του πρώτου σώματος
m2 = η μάζα του δεύτερου σώματος
r = η απόσταση των κέντρων μαζών των δύο σωμάτων
Φυσικά δεν μπορούμε να έχουμε ένα μαθηματικό τύπο για να συμπυκνώσουμε όλη την καθημερινή μας πραγματικότητα. Έχουμε όμως άρθρα -λεκτικούς τύπους, θα τους λέγαμε- που συμπυκνώνουν τα φαινόμενα σε θεωρίες.
Αυτό ακριβώς κάνουν και οι καλές επιφυλλίδες. Όπως του Τάκη Θεοδωρόπουλου. Διαβάζω π.χ. στο άρθρο του Τάκη με τίτλο «Τα παιδιά της ημετέρας Παιδείας»:
«Σύμπτωση ή σύμπτωμα; Μήπως είναι σύμπτωση ότι, μερικές μέρες μετά την διένεξη του παιδαγωγικού Ινστιτούτου με την εθνικοφροσύνη του Βενέζη, οι μαθητές δύο λυκείων της επικράτειας αποφάσισαν για μια ακόμη χρονιά να εμποδίζουν αλλοεθνείς να αγγίξουν τα χρώματα της σημαίας μας; Ή μήπως είναι σύμπτωμα μιας παιδείας που υποφέρει από εγγενείς αγκυλώσεις;
Μήπως είναι σύμπτωση ότι αυτού του τύπου η εθνικοφροσύνη μερικές δεκαετίες πριν ήταν προνόμιο των πιο συντηρητικών και γερασμένων τμημάτων του πληθυσμού, ενώ τώρα τη διαχειρίζονται οι μαθητές των Λυκείων; Μήπως είναι σύμπτωση ότι φέτος η ετήσια ρουτίνα του “θέματος σημαία” έρχεται να προστεθεί στην ελληνοαλβανική σύρραξη του ποδοσφαίρου, στη δήλωση της πρωταθλήτριάς μας ότι τα γονίδιά μας μάς επιβάλλουν να είμαστε πρώτοι και στο άχτι του περιούσιου λαού που απελευθερωνόταν στους δρόμους όποτε η εθνική μας ομάδα έβαζε γκολ στην Πορτογαλία;
Σίγουρα δεν είναι σύμπτωση. Σίγουρα είναι το σύμπτωμα μιας κατάστασης την οποία οφείλουμε να αναγνωρίσουμε κατ’ αρχάς για να μπορέσουμε να την αντιμετωπίσουμε μετά. Για να εξηγούμαι: δεν είμαι απ’ αυτούς που πιστεύουν ότι δεν υπάρχει πρόβλημα. Δεν είμαι απ’ αυτούς που θεωρούν ότι η ελληνική κοινωνία, κλειστοφοβική μέχρι πρότινος, μια κοινωνία η οποία τον ξένο τον αντιμετώπιζε μόνον ως τουρίστα, μπορεί από τη μια μέρα στην άλλη να ανοίξει τις αγκάλες της και να δεχθεί τους οικονομικούς μετανάστες ωσάν να μη συμβαίνει τίποτε.»
Αυτό, λοιπόν, είναι μια θεωρία για την χώρα. Παίρνεις αφορμή από φαινόμενα που μοιάζουν διακριτά -την Νέα Μηχανιώνα, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, τους ξυλοδαρμούς των μεταναστών- αφαιρείς την επιφάνεια και εξηγείς τους εσωτερικούς δεσμούς. Όπως και μια διακριτή θεωρία είναι το άρθρο «Αειθαλή πτώματα στα χαρακώματα» δένει με πολύ χιούμορ τους αγίους που τους αποφεύγουν ακόμη και τα σκουλήκια, το πανευρωπαϊκό κύπελλο, την Γιουροβίζιον, τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς μέχρι και τον Μάη του ’68.
Αυτή η συμπύκνωση των φαινομένων είναι η μεγάλη αξία αυτού του βιβλίου. Όλες αυτές οι μικρές θεωρίες για την χώρα συναρθρώνονται την Μεγάλη Θεωρία: που θα μπορούσε να έχει τίτλο «Η σύγχρονη Ελλάδα». Βέβαια έχει ένα πολύ πιο πιασάρικο τίτλο, που περιγράφει καλύτερα την μετάβαση από την ευφορία του 2004 στην κατάθλιψη του 2008, αλλά ελπίζω να το διάβασα σωστά: η θεωρία του Τάκη Θεοδωροπουλου λέει ότι από το ξεσάλωμα της Κυριακής, περάσαμε στην «Μελαγχολία της Δευτέρας» και τώρα πρέπει να περάσουμε στην μετρημένη αισιοδοξία της Τρίτης…
Παρουσίαση του βιβλίου του Τάκη Θεοδωρόπουλου «Η Μελαγχολία της Δευτέρας. Από την ευφορία του 2004 στην κατάθλιψη του 2008» (εκδ. Ωκεανίδα»). Αθήνα 25.5.2009