Η διαπλοκή είναι σύνθετο πολιτικο-οικονομικό φαινόμενο και ο νομικισμός που επιστρατεύει ο πολιτικός κόσμος δεν αρκεί. Μακροχρόνια μόνο η αγορά και ο ανταγωνισμός μπορεί να ξεριζώσει το φαινόμενο.
Να ξεκινήσουμε από το γνωστά. Η διαπλοκή υπάρχει και δεν αποτελεί καθαρά ελληνικό φαινόμενο. Και η προμηθεύτρια των Γαλλικών Ενόπλων Δυνάμεων Ντασό έχει αγοράσει την εφημερίδα «Φιγκαρό», ένας μεγαλοκατασκευαστής είναι ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης οικονομικής εφημερίδας «Le Soir», η προμηθεύτρια των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων «General Electric» έχει το κανάλι NBC, μέχρι και η «News Corporation» του Ρούπερτ Μέρντοχ κατέχει εκτός από μία αεροπορική εταιρία, φάρμες εκτροφής προβάτων. Το τελευταίο δεν έχει σχέση με την διαπλοκή, αλλά στην Ελλάδα θα μπορούσε να αποκτήσει: Ένας εκτροφέας προβάτων με εφημερίδες στην Ελλάδα θα ξεχνούσε την αγορά, θα επέλεγε απλώς να δίνει κρέας στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας.
Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ακριβώς αυτό. Και ο ιδιωτικός τομέας είναι προσανατολισμένος προς το κράτος, αλλά και το κράτος -εκτός του γεγονότος ότι είναι ο μεγαλύτερος πελάτης της ελληνικής οικονομίας- ρυθμίζει μέχρι κεραίας τα των επιχειρήσεων. Όσο λοιπόν το κράτος παραμένει ο μεγάλος αιμοδότης της ελληνικής οικονομίας η διαπλοκή δεν πρόκειται να καταπολεμηθεί. Απλώς θα αλλάξει τρόπους και προβιά. Όσο το κράτος με τις ρυθμίσεις του δημιουργεί νικητές και ηττημένους στην αγορά, τόσο οι wannabe νικητές θα προσπαθούν να επηρεάσουν ή θα εγκλωβίζουν την πολιτική διαδικασία δια των ΜΜΕ.
Το δεύτερο που πρέπει να έχουμε υπόψη είναι η διαφορά των μεγεθών. Η «General Electric», για παράδειγμα, δεν πρόκειται ποτέ να θυσιάσει το κύρος του NBC για να πουλήσει μερικούς κινητήρες παραπάνω στον αμερικανικό στρατό. Παραείναι ακριβό κομμάτι της συλλογής της και ως περιουσιακό στοιχείο και ως οικονομική διαδικασία. Στην Ελλάδα η πανσπερμία των Μέσων (αποτέλεσμα της διαπλοκής, ή της ελπίδας διαπλοκής, που είναι απείρως μεγαλύτερη από αυτή καθαυτή τη διαπλοκή) έφτιαξε μικρές μη βιώσιμες μονάδες. Προϊόντος του χρόνου όμως η παραγωγή περιεχομένου -το οποίο είναι όχημα για την επίτευξη της διαπλοκής- γίνεται όλο και πιο ακριβή. Αυτή καθαυτή η αξιοπιστία γίνεται όλο και πιο ακριβή υπόθεση. Σε ένα πέλαγο πληροφοριών χρειάζεσαι πολλούς, καλούς κι ακριβούς δημοσιογράφους για να χτιστεί πέτρα-πέτρα ένα Μέσο το οποίο δεν θα πουλά απλώς χύδην πληροφορία -από δαύτη έχει πήξει ο ντουνιάς- αλλά την δυσεύρετη αξιόπιστη και καλά οργανωμένη πληροφορία. Αυτό σημαίνει ότι το κόστος των ΜΜΕ μεγεθύνεται, όπως και της διαπλοκής. Υπάρχει δε ένα σημείο στην καμπύλη κόστους-οφέλους που η διαπλοκή γίνεται ασύμφορη.
Η Ελλάδα, μπορούμε να πούμε, ότι σήμερα βρίσκεται στην περίοδο της «ύστερης διαπλοκής». Το φαινόμενο γεννήθηκε στη δεκαετία του ’80, διογκώθηκε στην δεκαετία του ’90 -κυρίως μες την άκριτη παραχώρηση των συχνοτήτων στους ήδη έχοντες και κατέχοντες ΜΜΕ- και τώρα ζούμε τα σπαράγματά του. Μια ματιά στα οικονομικά των επιχειρήσεων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης θα μας πείσει για του λόγου το αληθές. Γίνεται σιγά-σιγά πίστη στο χώρο πως τα ΜΜΕ πρέπει να γίνουν επιχειρήσεις για να επιβιώσουν. Και για να γίνουν επιχειρήσεις πρέπει να πουλήσουν το μόνο που μπορούν να παράγουν: αξιοπιστία σε ένα κυκεώνα πληροφοριών. Πληροφορία δηλαδή που δεν θα εξυπηρετεί σκοπιμότητες.
Η τρίτη διαφορά με το εξωτερικό είναι η στάση των δημοσιογράφων απέναντι στα φαινόμενα του χώρου τους. Είναι εκπληκτικό αλλά τα τελευταία 15 χρόνια υπήρξε κοσμογονία στο χώρο με την έλευση των ιδιωτικών ΗΜΜΕ, το διαδίκτυο κ.λ.π. και το σώμα των δημοσιογράφων θεσμικά ήταν απών. Ακόμη και σήμερα που γίνεται όλη αυτή η συζήτηση περί διαπλοκής, για την οποία έχει πάρει θέση μέχρι και ο πρόεδρος του ΣΕΒ, για τις συνδικαλιστικές ενώσεις των δημοσιογράφων «πέρα βρέχει».
Η διαπλοκή πάντως είναι σύνθετο πολιτικο-οικονομικό φαινόμενο και ο νομικισμός που επιστρατεύει ο πολιτικός κόσμος δεν αρκεί. Μακροχρόνια μόνο η αγορά και ο ανταγωνισμός μπορεί να ξεριζώσει το φαινόμενο. Αυτό σημαίνει φιλελευθεροποίηση της κοινωνίας. Μέχρι τότε θα έχουμε νόμους περί «βασικού μετόχου» να πορευόμαστε και να υπερπηδούν κάποιοι…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 1.11.2004