Είναι εύλογες οι απορίες που γεννήθηκαν για τον «ελάχιστο υποχρεωτικό χρόνο εκτέλεσης του ελληνόφωνου τραγουδιού στο σινεμά και σε κοινόχρηστους χώρους». Ενα άρθρο του νομοσχεδίου προβλέπει ότι «υποχρεούνται να ενσωματώνουν ελληνόφωνα τραγούδια ή ορχηστρική μουσική απόδοση ελληνόφωνου τραγουδιού σε ελάχιστο ποσοστό εβδομήντα τοις εκατό (70%) του συνόλου της μουσικής επένδυσης της παραγωγής ή της ταινίας».
Ακόμη πιο παράλογες ήταν οι εξηγήσεις της κ. Λίνας Μενδώνη: «Οι ταινίες θα συνεχίσουν να χρηματοδοτούνται έτσι όπως χρηματοδοτούνται καθώς το νομοσχέδιο –το οποίο αφορά μόνο ελληνικά έργα που χρηματοδοτούνται από δημόσιους πόρους, όχι ξένες παραγωγές– δεν σχετίζεται με κριτήρια χρηματοδότησης. Τα κριτήρια χρηματοδότησης δεν αλλάζουν και το νομοσχέδιο δεν προβλέπει κάποια ποινή» («Καθημερινή», 5.3.2024). Μάλλον πρόκειται για ένα νομοσχέδιο ευχών, αφού οι ταινίες «υποχρεούνται να ενσωματώνουν ελληνόφωνα τραγούδια», χωρίς να υπάρχει ποινή ή πέναλτι χρηματοδότησης. Δηλαδή, αν κάποιος παραγωγός δεν ακολουθήσει τον κατά Μιχάλη Μητσό «Μουσικό πατριωτισμό», τι θα παθαίνει; Θα του τηλεφωνεί η κ. Μενδώνη για να τον μαλώσει;
Προφανώς η υπουργός κάνει πίσω μετά τις αντιδράσεις και το γέλιο που προκάλεσε η συγκεκριμένη διάταξη. Γι’ αυτό θα την πληρώσουν μόνο οι ξενοδόχοι και οι μαγαζάτορες. Αλλά πάλι, ποιος μπορεί να ελέγξει αν στα ασανσέρ των χιλιάδων ξενοδοχείων παίζουν το «Απόψε κάποιος θα χαθεί» ή το «Crazy Girl»; Να σημειώσουμε ότι αμφότερα είναι τραγούδια του Μίμη Πλέσσα, αλλά το ένα έχει ελληνικό στίχο και το άλλο αγγλικό.
Ο έλεγχος είναι αδύνατος και εδώ μπαίνουμε στην ουσία του νομοσχεδίου, που θα μπορούσε να έχει τίτλο «Ζήτω το ελληνικό ρουσφέτι και κάθε τι μοναδικό στον κόσμο αυτό». Οι επιχειρήσεις θα παίζουν ό,τι θέλουν, αλλά στο τέλος του μήνα θα καταβάλλουν ένα ποσό στους Ελληνες δημιουργούς, βρέξει-χιονίσει, ακουστεί, δεν ακουστεί ελληνική μουσική. Θα πληρώνουν ακόμη κι εκείνοι που προσφεύγουν στη μουσική χωρίς πνευματικά και συγγενικά δικαιώματα. Συνεπώς, πίσω από τα ωραία λόγια για τη «διαφύλαξη και την ανάδειξη της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς» μπαίνει ένας νέος φόρος υπέρ τρίτων, σαν αυτούς που τρομάξαμε να καταργήσουμε, για άλλες επαγγελματικές τάξεις, την περίοδο του μνημονίου.
Το γράψαμε πολλάκις και θα το επαναλάβουμε. Μετά την έξοδο από την επιτήρηση, «αυτό που όλοι οι αρμοί του συστήματος απεργάζονται, είναι η προ του 2009 κανονικότητα». Ετσι θα μείνουμε με μειωμένο πλούτο και εισοδήματα, αλλά με ανέπαφη και ενισχυμένη τη λογική που μας οδήγησε στη χρεοκοπία.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 6.3.2024