Όσο το κράτος παραμένει μεγάλο και δυσκίνητο, το μικρό κι ευέλικτο κυβερνητικό σχήμα δεν μπορεί να είναι παρά ένας ευσεβής πόθος, κάτι σαν κάρο πριν από τ’ άλογα.
Υπάρχει μια ελληνική παροιμία που λέει «το λύκο το βλέπουμε, τον ντορό γυρεύουμε;» Στην περίπτωσή μας, λύκος είναι το υπερδιογκωμένο Δημόσιο και ο ντορός που αφήνει είναι το κυβερνητικό σχήμα.
Κακά τα ψέματα. Όσο το κράτος παραμένει μεγάλο και δυσκίνητο, το μικρό κι ευέλικτο κυβερνητικό σχήμα δεν μπορεί να είναι παρά ένας ευσεβής πόθος, κάτι σαν κάρο πριν από τ’ άλογα. Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι πόσους υπουργούς ή υφυπουργούς έχουμε, αλλά με τι ασχολούνται αυτοί. Αν, για παράδειγμα, τα πάρκα της Αθήνας παρέμεναν υπό την εποπτεία του ΥΠΕΧΩΔΕ, συν τα έργα, συν τα χωροταξικά και μαζί με τα περιβαλλοντικά θέματα, δεν αρκεί ο χρόνος τριών υπουργών για να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τις διαρκώς μεταβαλλόμενες προκλήσεις. Αφήστε, δε, που, σύμφωνα με την πολιτική απογραφή της κυβέρνησης, ο υπουργός πρέπει να συμμετάσχει σε πάμπολλες υπουργικές και διυπουργικές επιτροπές (δεκαεπτά είναι, ζωή να μην έχουνε)…
Ο «κώδικας Καραμανλή» για τις αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία όχι μόνο για τη μείωση των ογδόντα τεσσάρων πολιτικών θέσεων (πενήντα τέσσερις οργανικές θέσεις υπουργών και υφυπουργών συν τριάντα γενικών γραμματέων), που προορίζονται για να διαχειρίζονται τον πολυδαίδαλο δημόσιο τομέα, αλλά για τη μείωση αυτού καθαυτού του δημόσιου τομέα.
Κι αυτό σημαίνει αποκέντρωση αρμοδιοτήτων -άρα κι εξουσίας- σε μικρότερα, πιο ευέλικτα και ευκολότερα ελέγξιμα δημοκρατικώ τρόπω σχήματα. Μέχρι στιγμής έχουμε βρει μόνο δύο τρόπους αποκέντρωσης: Την αγορά και την τοπική αυτοδιοίκηση. Η αγορά έχει τις δικές της αρετές, αλλά και κάποιες αδυναμίες, ειδικά σε οριακές κοινωνικές περιπτώσεις, όπως είναι ο αποκλεισμός από την οικονομική διαδικασία (δηλαδή η φτώχεια και η ανεργία), οι αντικοινωνικές συμπεριφορές (δηλαδή το έγκλημα) κ.λπ. Εκεί το κοινωνικό σύνολο αποφασίζει να παρέμβει, προληπτικά ή πυροσβεστικά, για τη θεραπεία αυτών των ασθενειών.
Πρέπει, λοιπόν, κάθε υπουργείο να κάνει τη δική του «πολιτική απογραφή». Αυτή πρέπει να αφορά αρμοδιότητες. Να δουν ποιες πρέπει να αποκεντρώσουν. Ένα κλασικό παράδειγμα είναι το υπουργείο Παιδείας. Φίλος διδάσκων σε ΑΕΙ εξιστορούσε σε παρέα ότι η ακαδημαϊκή προαγωγή του είναι προς υπογραφή από την υπουργό. Μόνο στην Ελλάδα τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα ελέγχονται τόσο ασφυκτικά από το κράτος. Δεν είναι δουλειά όποιου υπουργού να ασχολείται με τα των ΑΕΙ. Πρέπει να μπει μπροστά ένα σχέδιο αυτονόμησής των, να ασχολείται η ίδια η ακαδημαϊκή κοινότητα με τα του οίκου της. Να αποφασίζει ποιους και πόσους καθηγητές χρειάζεται, ποιους και πόσους φοιτητές θα πάρει. Μπορεί να φαίνεται βουνό στην αρχή, μπορεί να τα θαλασσώσει το πρώτο διάστημα, αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Το υπουργείο Παιδείας δεν μπορεί να ανακατεύεται με τα πίτουρα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Έχει επιτελικό έργο να παράγει και αυτό ισχύει για κάθε υπουργείο.
Είναι αλήθεια ότι το ΠΑΣΟΚ κληροδότησε σε αυτή την κυβέρνηση ένα δύσκολο κυβερνητικό σχήμα. Δεν είναι ότι ήθελε να την τιμωρήσει -εξάλλου αυτοτιμωρήθηκε το ίδιο πολλάκις από τη δυσκαμψία αυτού του σχήματος. Το στρατηγικό λάθος του ήταν ένα: Πίστευε ότι το κράτος είναι η θεραπεία για κάθε νόσο και απλώς δεν είχε βρεθεί η μαγική συνταγή για να συντονιστεί ο δαιδαλώδης κρατικός μηχανισμός. Γι’ αυτό άλλαζε κυβερνητικά σχήματα κάθε λίγο και λιγάκι, έφτιαχνε νέες επιτροπές, διαλύοντας τις παλιές, διέλυε τις νέα για να φτιάξει ακόμη πιο νέες και δεν μπορούσε να καταλάβει «τι είχε το έρμο το κυβερνητικό έργο και ψοφούσε». Αργά, πολύ αργά κατάλαβε ότι το πρόβλημα δεν ήταν μόνο στο κυβερνητικό σχήμα, αλλά στο γεγονός ότι είχε ένα τεράστιο τομέα να διαχειριστεί με αλληλοσυγκρουόμενες αρμοδιότητες. Κι αυτό ήταν το μεγάλο κράτος που δημιούργησε.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 8.5.2005