Δεν γνωρίζουμε αν και πότε θα δημιουργηθεί ένας νέου τύπου διπολισμός Δεξιάς -Αριστεράς στη χώρα, αλλά ο πελατειακός δικομματισμός της μεταπολίτευσης έχει τελειώσει.
Πολλοί συμφωνούν ότι η Βουλή που τελεύτησε πριν από επτά μήνες ήταν η χειρότερη της μεταπολίτευσης και όχι μόνο επειδή είχε για πρώτη φορά τη Χρυσή Αυγή. Κάποιοι άλλοι ισχυρίστηκαν ότι αυτή ήταν και η πλέον αντιπροσωπευτική της ελληνικής κοινωνίας, αφού ήταν η πρώτη Βουλή που εκλέχτηκε χωρίς οι πολίτες να πιστεύουν στις –έτσι κι αλλιώς λίγες– πελατειακές υποσχέσεις των κομμάτων. Η οικονομική χρεοκοπία του πελατειακού κράτους δημιούργησε φυγόκεντρες δυνάμεις στους μεγάλους του δικομματισμού, με αποτέλεσμα στην πρώτη ψηφοφορία του Μαΐου ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. πήραν αθροιστικά 31% (από 75-85%) και ο νέος δικομματισμός (Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ) άθροισε 36%. Ακόμη και στις εκλογές του Ιουνίου, όταν η πόλωση και τα διλήμματα ήταν ισχυρά, οι δύο μεγάλοι συγκέντρωσαν το 56% των ψηφοφόρων.
Αλλά και στις εκλογές του περασμένου Ιανουαρίου το άθροισμα των δύο μεγάλων δεν σχηματίζει αριθμητικά ένα νέο δικομματισμό, κι εκτός αυτού έχουμε αλλαγή ποιότητας των πολιτικών φαινομένων. Δεν υπάρχουν πλέον οι μεγάλες και γεμάτες παλμό συγκεντρώσεις των μονομάχων και, απ’ ό,τι φαίνεται, οι πολίτες μπορεί να υπερψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το έκαναν με βαριά καρδιά. Δύο στους τρεις Ελληνες δήλωναν προεκλογικά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα εφαρμόσει όσα υπόσχεται. Κάποιοι μάλιστα τον υπερψήφισαν γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Συνεπώς, παρά τις απέλπιδες προσπάθειες των μονομάχων, δεν δημιουργούνται μεγάλα πολιτικά ρεύματα στην κοινωνία. Δεν γνωρίζουμε αν και πότε θα δημιουργηθεί ένας νέου τύπου διπολισμός Δεξιάς-Αριστεράς στη χώρα, αλλά ο πελατειακός δικομματισμός της μεταπολίτευσης έχει τελειώσει, επειδή δεν έχει πλέον τον τροφοδότη λογαριασμό του κράτους να τον συντηρήσει.
Το τέλος αυτού του δικομματισμού είναι ένας από τους πυλώνες της μεταπολίτευσης που έχουν καταρρεύσει. Στα συντρίμμια του, βέβαια, φύτρωσαν και άνθη του κακού που δεν περιποιούν τιμή σε μια κοινωνία που, σαράντα χρόνια τώρα, τραγουδούσε «δεν θα περά… δεν θα περάσει ο φασισμός». Δυστυχώς στο λίκνο της Δημοκρατίας, όπως συνηθίζουμε να περηφανευόμαστε για τη χώρα μας, το απεχθέστερο από τα φασιστικά κόμματα μπήκε στη Βουλή και τώρα είναι σε θέση θα πάρει και την τρίτη εντολή. Ας ελπίσουμε ότι η Χρυσή Αυγή είναι μία από τις φούσκες που δημιούργησε η κρίση, αν και φοβόμαστε το αντίθετο…
Αυτήν τη στιγμή η Ελλάδα είναι ένα καζάνι που κοχλάζει και δημιουργεί πολλές πολιτικές φούσκες. Η ελληνική κοινωνία έχει έρμα να πιαστεί. Μεγαλύτερο πρόβλημα και από την κρίση αυτή καθ’ εαυτή είναι η απουσία ελπίδας για την έξοδο από την κρίση. Αυτή η απουσία οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει πειστικό σχέδιο για την αντιμετώπισή της. Και δεν υπάρχει σχέδιο, διότι όλα τα σχέδια που ιστορικά είχαν φτιαχτεί είχαν στο επίκεντρό τους το κράτος. Αυτό το οποίο κατέρρευσε και επειδή ήταν εξαιρετικά συγκεντρωτικό κατέρρευσε μαζί του η χώρα.
Γράφαμε και παλιότερα ότι η ελληνική πολιτική σκέψη είχε έναν δομικό άξονα πάνω στον οποίο έχτιζε το κυρίαρχο ιδεολογικό παράδειγμα: Το κράτος, και δη το μεγάλο και συγκεντρωτικό κράτος. Αυτό υπήρξε το απόλυτο εργαλείο για την επίτευξη μιας σειράς στόχων, κάτι που το νομιμοποίησε ιδεολογικά –και ίσως να το θεοποίησε– σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Τέτοιοι στόχοι ήταν αναπτυξιακοί (η Ελλάδα μετά τον Πόλεμο χρειαζόταν μεγάλες επενδύσεις, που μόνο το Δημόσιο μπορούσε να κάνει με κοινωνικά αποδεκτούς όρους), αλλά και πολιτικοί: η χώρα βγήκε από έναν εμφύλιο στον οποίο διακυβεύτηκε ακόμη και η εθνική της ακεραιότητα. Η δεξιά χρειαζόταν ένα πανίσχυρο κράτος για να επιβάλει στην κοινωνία το νικηφόρο αποτέλεσμα που επέτυχε το 1949. Το κράτος, και δη το συγκεντρωτικό κράτος, ως μηχανισμός διευθέτησης των κοινωνικών πραγμάτων εμπότισε βαθιά το ιδεολογικό κόρπους όλων των παρατάξεων, έστω και για διαφορετικούς λόγους. Η ελληνική κοινωνία είναι μπολιασμένη από άκρατο κρατικισμό… Το κυρίαρχο ιδεολογικό παράδειγμα της χώρας είναι αρθρωμένο γύρω από το μεγάλο και συγκεντρωτικό κράτος. Είναι μια μαύρη τρύπα στη χώρα που απομυζά πόρους, ανθρώπους, παραγωγικές δομές. Με τις τεράστιες οικονομικές δυνατότητες που έχει στρεβλώνει και τον πολιτικό και ιδεολογικό διάλογο στη χώρα. Η αγορά των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και ο «διάλογος» που φιλοξενεί ή προωθεί είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της στρέβλωσης. Παραφράζοντας τον Τόμας Κουν (στο δοκίμιό του «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων», εκδ. Σύγχρονα Θέματα) αυτή είναι η «φυσιολογική ιδεολογία» (κατά το «φυσιολογική επιστήμη»): το κράτος οφείλει και μπορεί να διευθετεί τα πάντα. Δεν τολμάμε καν να σκεφτούμε ότι κάποια πράγματα μπορούν να λειτουργούν –έστω με συγκρούσεις και προβλήματα – εκτός ελέγχου του.
Το ελληνικό κράτος υπήρξε ο απόλυτος πατερούλης για την ελληνική κοινωνία. Ηταν ο εγγυητής των πάντων: από τις καταθέσεις μας μέχρι την εργασία (διά των μαζικών προσλήψεων στο Δημόσιο) και μέχρι τις συντάξεις. Πώς το είχε πει, χλευάζοντας, ο πρώην πρόεδρος της ΓΣΕΕ Χρήστος Πολυζωγόπουλος; «Μην ανησυχείτε. Πρώτα θα καταρρεύσει το κράτος και μετά το ασφαλιστικό σύστημα». Τώρα που κατέρρευσε το κράτος, ουδείς νιώθει ασφαλής για τη σύνταξη και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψή του, αλλά ούτε για τις καταθέσεις του.
Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι μέχρι να ξανάρθει το σύστημα σε κάποια ισορροπία και να διαμορφωθεί ένα λιγότερο κρατικοκεντρικό σύστημα, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας δεν προσπαθούν να δημιουργήσουν πολιτικές προτάσεις που να ανταποκρίνονται στις νέες καταστάσεις, αλλά αντιθέτως κοροϊδεύουν τους πολίτες ότι όλα μπορούν να γίνουν όπως πριν.
Υπάρχει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που πέρασε σχετικά απαρατήρητο. Προ καιρού (και προεκλογικώς) το ελβετικό φράγκο αποδεσμεύτηκε από την ισοτιμία του ευρώ, προς ζημία πολλών Ελλήνων που είχαν πάρει δάνεια με ρήτρα ελβετικού νομίσματος. Τα κόμματα έσπευσαν ρητορικώς να καθησυχάσουν τους δανειολήπτες. Δεν το έκανε μόνον ο ΣΥΡΙΖΑ, που έσπευσε να δηλώσει ότι «δεσμεύεται ότι θα εξετάσει την εφαρμογή ειδικού προγράμματος ρύθμισης, σε ελβετικά φράγκα στο πλαίσιο του ενδιάμεσου φορέα, εξετάζοντας χωριστά την κάθε περίπτωση και με την κατεύθυνση ότι οι τράπεζες πρέπει να συμμετέχουν στη νέα ζημιά των δανειοληπτών». Το ίδιο πάνω-κάτω είχε υποσχεθεί και ο κ. Αντώνης Σαμαράς: «Ενας από τους πρώτους νόμους που θα κατατεθεί στη Βουλή, αμέσως μετά τις εκλογές, θα είναι αυτός που θα ρυθμίζει το ζήτημα που προέκυψε από τις συναλλαγματικές ισοτιμίες σε βάρος 70.000 δανειοληπτών, μετά τις εξελίξεις με το ελβετικό φράγκο».
Τώρα γνωρίζουμε ότι το χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος δεν μπορεί να βρει ένα επιπλέον δισ. ευρώ για να καλύψει και τους ατυχήσαντες δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο κι, επιπλέον, κάποια δισ. ακόμη για όσους κορόιδεψαν τα στελέχη της Aspis και έχασαν τα ασφαλιστικά τους συμβόλαια, όπως και τους μικροομολογιούχους του ελληνικού Δημοσίου που «κουρεύτηκε» η περιουσία τους. Το θέμα είναι ότι η αντίδραση των κομμάτων στα ξαφνικά γυρίσματα της αγοράς είναι η κλασική: «Εδώ είναι το κράτος για να καλύψει τη ζημία σας». Το πρόβλημα είναι ότι αυτού του τύπου οι υποσχέσεις δημιουργούν κακά προηγούμενα. Η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να ικανοποιήσει όλες αυτές τις ανερμάτιστες υποσχέσεις που σκορπίζει δεξιά κι αριστερά, μαζί με τον βαθιά ριζωμένο κρατισμό των Ελλήνων, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα φαιές εκπλήξεις στο μέλλον. Ο Φρίντριχ Χάγιεκ είχε προειδοποιήσει από το 1944 ότι «ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός αναπτύχθηκαν από την εμπειρία μιας ολοένα και πιο ρυθμισμένης οικονομίας. Η άνοδος του φασισμού και του ναζισμού δεν ήταν μια αντίδραση στα σοσιαλιστικά ρεύματα της προηγούμενης περιόδου, αλλά αναγκαία συνέπεια αυτών των τάσεων».
Μπορεί να είναι η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και η Δημοκρατία τα ύστατα δόγματα της μεταπολίτευσης που θα καταρρεύσουν;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 15.8.2015