Η μεγαλύτερη δυσκολία σε μια διαδικασία μετάβασης είναι η αλλαγή νοοτροπίας.
Το βασικό συμπέρασμα όλων σχεδόν των ομιλητών στο συνέδριο που γίνεται στο Βερολίνο για την ελληνική κρίση είναι πως η Ελλάδα δεν χρειάζεται μόνο λεφτά. Χρειάζεται και χρόνο (ίσως για να προκάνουν οι υπουργοί της να διαβάσουν το Μνημόνιο). Η μόνιμη αναλογία που ξεπηδούσε από το στόμα των Γερμανών (κυρίως) ομιλητών ήταν εκείνη της Ανατολική Γερμανίας. Τότε που μια κοινωνία έβγαινε από τον ολοκληρωτισμό και μάθαινε την αλφαβήτα της οικονομίας από την αρχή: τι είναι ιδιωτική επιχείρηση· γιατί είναι αναγκαία για την ανάπτυξη και την προκοπή της οικονομίας· σε τι χρειάζεται το κράτος και κυρίως σε τι δεν χρειάζεται.
Η μεγαλύτερη δυσκολία σ’ αυτήν τη μετάβαση είναι η αλλαγή νοοτροπίας. Να σημειώσουμε ότι 22 χρόνια μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών οι διαφορές είναι ακόμη εμφανείς. Οχι τόσο στο κοσμοπολίτικο Βερολίνο, αλλά στην υπόλοιπη πρώην Ανατολική Γερμανία, εκεί που τα φώτα της δημοσιότητας πέφτουν σπάνια. Η διαφορά επίσης είναι αδιόρατη μεταξύ των νέων ανθρώπων, αυτών που μεγαλώνουν σε μια δυτική κοινωνία με τα προβλήματα και τις προκλήσεις της ανοιχτής κοινωνίας. Η ολοκληρωτική κρατική παρέμβαση ευνούχισε μια γενιά Γερμανών που δεν μπορεί να φανταστεί πώς μπορεί να λειτουργήσει η «αυθόρμητη τάξη» που περιέγραψε ο Φρίντριχ Χάγιεκ στα έργα του. Δεν μπορούν να συλλάβουν πώς μπορεί να λειτουργήσει ένα σύστημα που σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου, αλλά μπορεί να παράγει αποτελέσματα που στο τέλος αναγνωρίζονται ότι είναι επιθυμητά για την κοινωνία. Και αναγνωρίζονται ως τέτοια διότι δεν είναι εκ των προτέρων γνωστά κι «επιθυμητά», αλλά είναι η συνιστώσα όλων των αποτελεσμάτων που οι διαφορετικές προσπάθειες των ατόμων επιτυγχάνουν.
Αυτό είναι κάτι που δεν μπορούν να κατανοήσουν όσοι μεγάλωσαν στο ολοκληρωτικό καθεστώς της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Γι’ αυτούς η οικονομική προσπάθεια πρέπει να έχει κεντρικά σχεδιασμένο στόχο και (πενταετές) πλάνο. Ο στόχος και το πλάνο, όμως, έχουν δύο αποτελέσματα. Πρώτον την ασφάλεια για το αύριο και δεύτερον την ανελευθερία του σήμερα. Σε μια σχεδιασμένη οικονομία όλοι οι παραγωγικοί φορείς (και οι οικονομικά δρώντες άνθρωποι) ξέρουν πολύ καλά τι θα κάνουν στο μέλλον, αλλά δεν μπορούν να κάνουν και κάτι άλλο. Γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να αποτύχουν, αλλά ξέρουν επίσης ότι δεν μπορούν να επιτύχουν και κάτι παραπάνω. Ολα μπαίνουν στον μύλο του κεντρικού σχεδιασμού και κάθε κατεργάρης ή καινοτόμος πάει στον πάγκο του και παραμένει εκεί. Αυτό οδηγεί τα άτομα σε μια οικονομική μοιρολατρία. Ολοι νιώθουν ασφαλείς, αλλά κανείς δεν θέλει να είναι καινοτόμος. Δεν μπορεί. Εκ του συστήματος η πρωτοβουλία αποθαρρύνεται.
Αυτή η αντίληψη (του ρίσκου, της καινοτομίας, της νέας -μετά την πρώτη αποτυχία- προσπάθειας) είναι που σβήστηκε κατά την περίοδο του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού στην Ανατολική Ευρώπη κι αυτό ίσως να είναι το μεγάλο έλλειμμα για την Ελλάδα. Χρειάζεται χρόνο για να αποκατασταθεί, κι εξηγεί τη σημερινή στασιμότητα. Οπως χαριτολογούσε κι ένας Ευρωπαίος αξιωματούχος, η Ελλάδα είναι μια ανάποδη μπάμπουσκα προβλημάτων. Στην αρχή επικεντρωθήκαμε στο δημοσιονομικό, μετά επικεντρωθήκαμε στην παραγωγικότητα μέχρι να καταλήξουμε στο πρόβλημα της νοοτροπίας.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 25.1.2012