Υπάρχουν πολλές νάρκες στα δημοψηφίσματα για την κύρωση πολιτικών συμφωνιών.
Τελικά, μάλλον αδίκως έγινε όλη η φασαρία στο ΠΑΣΟΚ. Η Ευρωπαϊκή Συνθήκη -για την κύρωση της οποίας διαφώνησαν οι κ. Κώστας Σημίτης και Γιώργος Παπανδρέου- απορρίφθηκε από τους Ιρλανδούς, οπότε τσάμπα πήγε το χαρτί των επιστολών που ανταλλάχθηκαν. Στη φάση που περιήλθε προχθές η Ευρωπαϊκή Ενωση ούτε η κύρωση από την ελληνική Βουλή βοηθάει, αλλά ούτε το δημοψήφισμα. Στην καλύτερη για την Ε.Ε. περίπτωση θα έχουμε επανάληψη του δημοψηφίσματος σε ένα χρόνο συν τις ελπίδες ότι οι υπέρμαχοι του «ναι» Ιρλανδοί θα ξεκουνηθούν από τον καναπέ για να ψηφίσουν μαζικά, όπως έκαναν το 2002 για τη συνθήκη της Νίκαιας.
Η αλήθεια είναι ότι με τα δημοψηφίσματα ελλοχεύει ο κίνδυνος «ατυχημάτων». Το είδαμε στη Γαλλία, στην Ολλανδία και δυο φορές στην Ιρλανδία. Είναι αναμενόμενο και εν πολλοίς άδικο για τις συμφωνίες, τις συνθήκες ή τα συντάγματα, όταν αυτές τίθενται στην κρίση του λαού.
Υπάρχουν πολλές νάρκες στα δημοψηφίσματα για την κύρωση πολιτικών συμφωνιών. Κατ’ αρχήν οι συμφωνίες επιτυγχάνονται έπειτα από έντονες πολιτικές διεργασίες και είναι προϊόντα συμβιβασμών. Αυτούς τους αναγκαίους συμβιβασμούς οι ψηφοφόροι είτε τους αγνοούν είτε δεν θέλουν να τους ξέρουν. Οι συμβιβασμοί όμως προσθέτουν πολυπλοκότητα, σελίδες και… επιχειρήματα για τους πολέμιους της συμφωνίας. Το πρώτο και μεγάλο επιχείρημα είναι ότι η «συμφωνία είναι μακροσκελής και πολύπλοκη». Ακολουθούν και άλλα…
Κακά τα ψέματα! Ολοι μπορούν να βρουν ένα λόγο για να καταψηφίσουν μια Ευρωπαϊκή Συνθήκη. Αλλος γιατί φοβάται την ελεύθερη διακίνηση των εργαζομένων (δηλαδή τον Πολωνό υδραυλικό) και άλλος γιατί η διακίνηση δεν είναι όσο ελεύθερη αυτός θέλει. Ο εργαζόμενος διότι δεν κατάλαβε το 65ωρο και φοβάται ότι θα δουλεύει 15 ώρες την ημέρα και ο εργοδότης διότι μπαίνει πλαφόν στο μάξιμουμ των ωρών εργασίας. Γενικώς, μπορεί κάποιος να διαφωνεί με ένα ελάχιστο μέρος της συμφωνίας και να την απορρίπτει ολόκληρη.
Και αυτό δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Ακόμη και ο διάλογος μεταξύ των υποστηρικτών μιας συμφωνίας και των αρνητών της είναι ανισοβαρής. Η κριτική σε μια πολύπλοκη πολιτική συμφωνία είναι εύκολη, επειδή η συμφωνία είναι γραπτή και συγκεκριμένη. Προνοεί κάποια απτά πράγματα για τα οποία μπορούμε να επιχειρηματολογήσουμε. Η άρνησή της γίνεται επί του πραγματικού και γι’ αυτό είναι πειστική. Αντιθέτως, η κριτική στη θέση του «όχι» είναι δύσκολη, διότι εκ των πραγμάτων το «όχι» είναι νεφελώδες. Ξεκινάει από το «δεν μας αρέσει αυτό» και καταλήγει εκεί. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Δεν υπάρχει κάποια αντισυνθήκη -ένα απτό και σαφώς προσδιορισμένο προϊόν του «όχι»- ώστε να σταθμίσουν οι ψηφοφόροι τα θετικά του ενός με τα αρνητικά του άλλου και να καταλήξουν σε κάποιο συμπέρασμα, δηλαδή τι τους συμφέρει περισσότερο.
Σε ένα δημοψήφισμα, το «ναι» για μια πολύπλοκη πολιτική συμφωνία είναι από την αφετηρία υπονομευμένο. Η συμφωνία δεν υπερψηφίζεται εύκολα. Οχι μόνο επειδή είναι σύνθετη και μακροσκελής. Μπορεί να καταψηφιστεί ακόμη και αν είναι πολύ καλή. Διότι ο εχθρός ακόμη και του πολύ καλού δεν είναι καν το καλύτερο. Είναι η ελπίδα του καλύτερου.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 15.6.2008