Η συζήτηση για τις ποίκιλες αγκυλώσεις της ελληνικής πραγματικότητας ακόμη μια φορά πλατειάζει τόσο πολύ που δεν αποκτά το απαιτούμενο βάθος.
Κάποτε στην Ελλάδα όλα ήταν διαπλοκή. Ή τουλάχιστον έτσι βαφτίζονταν. Ηταν η λέξη της μόδας και με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονταν νόμιμες κι αθέμιτες συναλλαγές επιχειρηματιών με το κράτος, σχέσεις δημοσιογράφων με τους πολιτικούς, κοινωνικές σχέσεις πολιτικών με επιχειρηματίες κ.λπ. Μέχρι και οι κοινές δράσεις μεταξύ κλάδων εργαζομένων για την επίτευξη νόμιμων στόχων ονοματίστηκαν «διαπλοκή».
Εκείνη την εποχή ο καθένας είχε έναν δικό του καημό να διηγηθεί, με αποτέλεσμα να φουντώσει η «διαπλοκολογία» κάτω από την οποία κρύφτηκε η διαπλοκή. Οταν όλα είναι διαπλοκή, τίποτε τελικά δεν μπορεί να θεωρηθεί άνομο. Η διαπλοκή γίνεται μέρος της ζωής και δεν μπορείς να ενάγεις (έστω πολιτικά) ολόκληρη την κοινωνία.
Κατά καιρούς στην Ελλάδα όλα είναι διαφθορά. Ή έτσι τουλάχιστον βαφτίζονται. Ακόμη και οι απλές συναλλαγές στις λαϊκές αγορές εμφανίζονται ως διαφθορά με διαφορετικό όνομα (αισχροκέρδεια). Πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ, μιλώντας σε ραδιοφωνικό σταθμό, ανακάλυψε διαφθορά ακόμη και στα συμβούλια υπουργών της Ε.Ε., διότι οι μεγάλες γαλακτοπαραγωγές χώρες της Ευρώπης αποφάσισαν μια κοινή στάση για να υποστηρίξουν τα συμφέροντά τους. (Σημείωση: μπορεί να είναι κακό για τα δικά μας υψηλά ηθικά στάνταρτ να συνεννοούνται πολιτικά κάποιες χώρες για να υποστηρίξουν τα συμφέροντά τους, αλλά το ίδιο δεν κάναμε κι εμείς με τα μεσογειακά προϊόντα; Οπως και να έχει το πράγμα, μπορεί κάποιος να θεωρεί τη συνεννόηση και τα συμφέροντα «κακά πράγματα», διαφθορά όμως δεν είναι.) Ετσι, κάτω από ποταμούς «διαφθορολογίας» η διαφθορά μπορεί να φουντώνει ανενόχλητη. Οταν όλα είναι διαφθορά, κανένας κολασμός δεν νομιμοποιείται. Ετσι κι αλλιώς «ένοχος ένοχον ου ποιεί» και αφού δεν υπάρχουν αναμάρτητοι αναβάλλεται κάθε συμβολικός ή νομικός λιθοβολισμός.
Σήμερα στην Ελλάδα όλα είναι καρτέλ. Οι γαλακτοβιομηχανίες και οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας. Τα τσιμέντα και οι φρυγανιές, τα σούπερ μάρκετ και οι τράπεζες. Η αλήθεια είναι πως μπορεί να υπάρχουν καρτέλ. Η πιθανότητα ύπαρξής των ανιχνεύεται από τις εναρμονισμένες τιμές στην αγορά. Αλλά από μόνες τους οι τιμές δεν αποδεικνύουν τίποτε. Μπορεί, επίσης, να είναι αποτέλεσμα σκληρού ανταγωνισμού. Για παράδειγμα, τα αυτοκίνητα της ίδιας κατηγορίας πωλούνται περίπου στις ίδιες τιμές, επειδή οι επιχειρήσεις ανταγωνίζονται έντονα. Η ύπαρξη καρτέλ προϋποθέτει συνεννόηση και απαιτείται ανακριτική δουλειά για να αποδειχθεί αυτό. Δυστυχώς για μια ακόμη φορά η «καρτελολογία» θα κρύψει πίσω της τις αθέμιτες συμφωνίες που πιθανώς έγιναν.
Η συζήτηση για τις ποίκιλες αγκυλώσεις της ελληνικής πραγματικότητας ακόμη μια φορά πλατειάζει τόσο πολύ που δεν αποκτά το απαιτούμενο βάθος. Το αποτέλεσμα είναι να καταλήγουμε στα αξιώματα της νεοελληνικής μυθολογίας. Ποινικοποιείται ιδεολογικά εκ νέου η επιχειρηματική δράση και το χειρότερο: δημιουργείται η πεποίθηση πως τίποτε δεν μπορεί να γίνει. Πεποίθηση που εξασφαλίζει ότι τελικά τίποτε δεν θα γίνει.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 1.10.2006