Στις 17 Ιουνίου, οι περισσότεροι έλληνες πολίτες, ακόμη κι αν δεν θυμήθηκαν την παρακαταθήκη του Κωνσταντίνου Καραμανλή, συνειδητοποίησαν ότι πρέπει να αρχίσουν να κολυμπούν.
Είναι πολλά τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ που υποστηρίζουν ότι οι πρόωρες εκλογές του 2012 έπρεπε να είχαν γίνει ακόμη νωρίτερα. Λίγο πριν, ή έστω λίγο μετά, την υπογραφή του πρώτου μνημονίου· την άνοιξη δηλαδή του 2010. Έγνοια τους –λένε– είναι ο λαός. Αυτός έπρεπε να αποφασίσει για την πορεία της χώρας. Αν διάλεγε την σωτηρία διά της δανειακής συμβάσεως, τα σκυλιά της πλατείας Συντάγματος θα ήταν δεμένα. Ο Λουκάνικος δεν θα γινόταν Πρόσωπο της Χρονιάς στο περιοδικό Time.
Τι θα γινόταν, όμως, αν ο ελληνικός λαός διάλεγε την καταστροφική άρνηση του μνημονίου, δεδομένου ότι εκτός από την τρόικα ουδείς προθυμοποιούνταν και προθυμοποιείται να μας δανείσει; Το ερώτημα και η συνακόλουθη απάντηση δεν υπάρχουν. Τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, που φρικιούν κοιτάζοντας τα χαμηλά ποσοστά του κόμματός τους, δεν αναφέρονται στο εφιαλτικό αυτό σενάριο. Διατηρούν τη βεβαιότητα ότι η πολιτική ντρίμπλα των πολύ πρόωρων εκλογών κάτι περισσότερο θα περιέσωζε από το 44% του 2009, σε σχέση πάντα με το περίπου 13% που πέτυχαν το 2012.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με ασφάλεια, αλλά μπορούσαμε να πιθανολογήσουμε ότι αν το ΠΑΣΟΚ επιχειρούσε τις εκλογές τον Μάιο του 2010 θα τις κέρδιζε. Τότε, ουδείς θα εξηγούσε επαρκώς -και πολύ περισσότερο: ουδείς μπορούσε να καταλάβει- τι σημαίνει ένα τόσο βαθύ και ταχύρρυθμο πρόγραμμα εξυγίανσης της ελληνικής οικονομίας. Οι παλιότεροι είχαν κάποιες εμπειρίες από προγράμματα λιτότητας: 1985-87, 1991-1993, 1994-2000. Αλλά εκείνα τα προγράμματα προσαρμογής έγιναν σε άλλες συνθήκες. Η δραχμή υποτιμήθηκε κάμποσες φορές και, το κυριότερο, η οικονομία είχε ακόμη παραγωγικά αποθέματα ώστε να πιάσουν τόπο και η υποτίμηση και η συνακόλουθη λιτότητα.
Τούτη τη φορά, εκτός από σκληρό νόμισμα, είχαμε την άμεση επιτήρηση των Ευρωπαίων. Πέραν αυτών, το 2009 δεν είχαμε ως πρόβλημα μόνο το δημοσιονομικό έλλειμμα. Είχαμε διπλό έλλειμμα· και στα οικονομικά του κράτους και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο κάποια στιγμή έφτασε το 14% του ΑΕΠ. Το δεύτερο έλλειμμα είναι πολύ πιο σοβαρό και διορθώνεται πολύ πιο δύσκολα από το πρώτο. Απαιτεί βαθύτερες από τη μείωση των δαπανών του κράτους τομές και σύγκρουση με κατεστημένα συμφέροντα της ελληνικής οικονομίας.
Το άγνωστο στους περισσότερους έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών υποδηλώνει ότι η ελληνική οικονομία είχε ξεχάσει να παράγει. Ζούσε (και εν πολλοίς ζει ακόμη) από τις εισαγωγές, που χρηματοδοτούνται με δανεικά. Αυτό σημαίνει ότι χωρίς τον ορό της τρόικας και ειδικά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (που διευκολύνει τις εισαγωγές του Νότου από τον ευρωπαϊκό Βορρά μέσω ενός μηχανισμού πίστωσης ονόματι Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων σε Συνεχή Χρόνο ή Target 2), η κατανάλωση αναγκαστικά θα κατρακυλούσε απότομα στο επίπεδο της παραγωγής της ελληνικής οικονομίας.
Αυτό το έλλειμμα παραγωγικότητας πληρώνουν (και όχι καθ’ ολοκληρίαν) οι Έλληνες τα δύο τελευταία χρόνια, κι ας μην το καταλαβαίνουν. Φυσικά, δεν το κατανοούσαν ούτε το 2010. Σίγουρα θα «γνώριζαν» από προηγούμενες εμπειρίες ότι το πρόγραμμα προσαρμογής θα είχε δυσκολίες, αλλά όχι όσες έζησαν τα δύο τελευταία χρόνια. Γι’ αυτόν τον λόγο, το πιθανότερο είναι να υπερψήφιζαν το ΠΑΣΟΚ.
Δεν γνωρίζουμε πόσο πιο πολύ θα επιβίωνε αυτή η νέα λαϊκή εντολή. Με δεδομένο, όμως, ότι κι αυτή θα ήταν ουσιαστικά προϊόν άγνοιας, σίγουρα δεν θα αποφεύγαμε πολλά απ’ όσα θλιβερά ζήσαμε τα δύο τελευταία χρόνια.
Οι εκλογές της 17ης Ιουνίου έγιναν με τους πολίτες να γνωρίζουν από πρώτο χέρι το κόστος παραμονής στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης. Ουδείς μπορεί να δηλώσει παραπλανημένος. Το αποτέλεσμα (έστω οριακό) υπέρ των πολιτικών δυνάμεων που δεν υποσχέθηκαν κάποιο μαγικό για να βγούμε από την κρίση είναι ένα στάδιο στην επίπονη διαδικασία ωρίμανσης μιας κοινωνίας η οποία, έως τώρα, πίστευε ότι τα λεφτά πέφτουν από τον ουρανό. Δείχνει ότι ο ελληνικός λαός επιλέγει να προσπαθήσει για να κατακτήσει αυτό που πέτυχε η πολιτική τάξη με παρακάλια και πιέσεις στους εταίρους (συν τα λογιστικά τερτίπια, που όμως ήταν κοινά με άλλους εταίρους).
Ας μη γελιόμαστε. Η Ελλάδα δεν μπήκε και δεν προήχθη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με το σπαθί της. Ούτε το 1980 πληρούσε τα κριτήρια ένταξης στην τότε ΕΟΚ ούτε το 2000 πληρούσε τα κριτήρια για την ένταξή της στην ΟΝΕ. Το πέτυχε με διπλωματικά μέσα, έχοντας ως όπλο το μεγάλο ιστορικό της φορτίο και το μικρό της οικονομικό βάρος. Με άλλα λόγια, οι «ιδιαιτερότητες» του 2% της ευρωζώνης κόστιζαν λίγο (ειδικά σε μια περίοδο που «λεφτά υπήρχαν στις αγορές»), αλλά η Ελλάδα προσέφερε πολλά σε συμβολικό επίπεδο για το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης. Τώρα, η παγκόσμια οικονομική κρίση, μαζί με τις νέες μόδες του πολιτιστικού σχετικισμού, απαξίωσαν και τα δύο όπλα που είχαμε. Σήμερα πρέπει να κερδίσουμε με το σπαθί μας εκείνο που σχεδόν χωρίς κόπο κατακτήσαμε. Θα παραμείνουμε στην ΟΝΕ μόνο αν κινούμαστε προς τα κριτήρια του Μάαστριχτ. Θα μείνουμε μέλη της Ε.Ε. μόνο αν συγκλίνουμε με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Οι χαριτωμενιές και οι αποκλίσεις δεν συγχωρούνται ούτε στους θεωρούμενους κληρονόμους ενός πολιτισμού που έδωσε στην Ευρώπη το όνομά της.
Κάποτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μάς έβαλε στην ΕΟΚ πεπεισμένος ότι θα αναγκαστούμε να κολυμπήσουμε. Δεν τον πήραμε στα σοβαρά. Είδαμε την ευρωπαϊκή εμπειρία σαν μια βόλτα στο πολυκατάστημα της ευημερίας, έχοντας άφθονες επιδοτήσεις και άπειρη πίστωση. Η σύγκλιση, λόγω δανεικών, ήταν περισσότερο ονομαστική παρά ουσιαστική. Η κρίση και κυρίως η υπαρκτή απειλή εξόδου από την ευρωζώνη μάς ανάγκασαν να σκεφτούμε πολλά. Τι έχουμε, τι χάσαμε, και τι πρέπει να κερδίσουμε.
Στις 17 Ιουνίου, οι περισσότεροι έλληνες πολίτες, ακόμη κι αν δεν θυμήθηκαν την παρακαταθήκη του Κωνσταντίνου Καραμανλή, συνειδητοποίησαν ότι πρέπει να αρχίσουν να κολυμπούν. Κι αυτό δήλωσαν με την ψήφο τους. Σήμερα, βέβαια, τα νερά είναι πιο τρικυμιώδη απ’ ό,τι ήταν πέντε, δέκα ή δεκαπέντε χρόνια πριν. Αλλά τι στην ευχή; Έχουμε περάσει και χειρότερες φουρτούνες…
Δημοσιεύτηκε στο The Books Journal, τχ. 20, Ιούλιος 2012