Το φάντασμα της διαπραγμάτευσης έχει υποχωρήσει, αλλά είναι πάντα εδώ για να σκιάσει τον δημόσιο διάλογο.
Ενα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ελλάδα, επτά χρόνια τώρα. Το όραμα της «καλής διαπραγμάτευσης» ξεκίνησε τη βόλτα του στον δημόσιο διάλογο μόλις υπογράφτηκε το πρώτο μνημόνιο. Είναι εκείνη η συμφωνία για την οποία χρειάστηκε να αλλάξει όλη η φιλοσοφία της Ευρωζώνης περί μη διάσωσης χωρών υπό χρεοκοπία, η συμφωνία για την οποία φτιάχτηκε ολόκληρος μηχανισμός που δεν υπήρχε και δόθηκε το μεγαλύτερο δάνειο στην ιστορία του κόσμου. Η προπαγάνδα, φυσικά, ήταν εύκολο να περάσει, διότι το 2010 έπρεπε να εφαρμοστούν περικοπές σε μια χώρα όπου ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κυβερνώντος κόμματος Χρήστος Παπουτσής είχε σηκώσει μπαϊράκι στην Βουλή επειδή θα «πάγωναν» οι μισθοί άνω των 2.000 ευρώ· τέτοια χουβαρνταλίκια ο μετέπειτα διορισθείς στην Παγκόσμια Τράπεζα.
Βεβαίως, η προσαρμογή ήταν μεγάλη: το πρωτογενές έλλειμμα από 24 δισ. το 2009 έπεσε στα 11,8 δισ. Αλλά η χώρα ευτυχώς δεν έζησε (και δεν έμαθε ποτέ τι θα σήμαινε) τον άμεσο μηδενισμό του ελλείμματος. Οταν χρεοκοπείς, χωρίς μηχανισμό στήριξης, πορεύεσαι με όσα έχεις και τότε είχαμε πολλά λιγότερα απ’ όσα ξοδεύαμε. Το έλλειμμα δεν ήταν μόνον κρατικό, ήταν και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αυτό που απεικονίζεται με λεμόνια Αργεντινής και κάστανα Τουρκίας στα σούπερ μάρκετ.
Κατόπιν ο κ. Αντώνης Σαμαράς πληρώθηκε με το ίδιο κάλπικο νόμισμα που και αυτός διακινούσε κατά την αντιμνημονιακή του περίοδο 2009-2011. Ηταν ο ΣΥΡΙΖΑ που τον κατηγορούσε για κακή διαπραγμάτευση, διότι στο μυαλό της παλαβής Αριστεράς «ένας άλλος κόσμος ήταν εφικτός», όπου θα μας πλήρωναν για να δημιουργούμε ελλείμματα. Αυτή η αντίληψη οδήγησε στη μόνη πραγματικά καταστροφική κατά την επταετία της κρίσης περίοδο. Ηταν τότε που ο Ελληνας υπουργός Οικονομικών πήγαινε στα Eurogroup με τα πουκάμισα έξω για να πει θεωρίες περί κοινωνικής δικαιοσύνης, όταν όλοι του ζητούσαν μέτρα ανόρθωσης της οικονομίας και αριθμούς. «Η χώρα είναι στο χείλος της καταστροφής και αυτός μιλάει σαν μάνατζερ στριπτιτζάδικου που κάνει αστεία στο πάρτι της συνταξιοδότησής του», σάρκασε ο Αμερικανός κωμικός Τζον Ολιβερ.
Η γραφικότητα του κ. Γιάνη Βαρουφάκη συνετέλεσε, αλλά δεν ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που πήγε τη χώρα, τουλάχιστον πέντε χρόνια, πίσω. Ηταν ότι παραλλήλως η οικονομία αφέθηκε στην τύχη της να ξαναβουλιάξει. Το μόνο που έκανε η κυβέρνηση ήταν σόου. Εκτός από τον κ. Βαρουφάκη, που έκανε παγκόσμια καριέρα, οι υπόλοιποι υπουργοί συνέπτυξαν έναν θίασο εσωτερικής κατανάλωσης. Είχαν πιάσει στασίδι σε όλα τα κανάλια για να μπουρδολογούν. Να θυμηθούμε τα «δεν συμφέρει τους εταίρους να μην μας πληρώσουν»; Τα σχέδια περί Αρμαγεδδώνα; Ο,τι μπαρούφα μπορούσε να ακουστεί την είπαν τα στελέχη των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εκείνο το επτάμηνο. Στο επίκεντρο της σκέψης των κυβερνητικών στελεχών (κι ας μου συγχωρεθεί η υπερβολή περί «σκέψης») υπήρχε πάλι η «μυθική διαπραγμάτευση» που θα έλυνε όλα τα προβλήματα.
Ο ανταποκριτής των Financial Times Πίτερ Σπίγκελ συνόψισε θαυμάσια το πρόβλημα της Ελλάδας στα επτά χρόνια των μνημονίων: «Στην Ελλάδα χτίστηκε ένας μύθος που έλεγε πως αρκούσε να έχουμε μια καλύτερη κυβέρνηση που θα μπορούσε να διαπραγματευθεί πιο σκληρά με το ΔΝΤ ή τους Ευρωπαίους και τα πράγματα θα ήταν καλύτερα… Εχοντας παρακολουθήσει όχι μόνο την ελληνική κρίση, αλλά και την Ιρλανδία, την Κύπρο, την Πορτογαλία, την Ισπανία, μπορώ να πω ότι αυτό είναι μύθος. Απόλυτος μύθος. Θυμάμαι, για παράδειγμα, την Ισπανία. Αυτοί σκέφτονταν “εμείς είμαστε Ισπανία, είμαστε μεγάλη χώρα. Οι Βρυξέλλες δεν μπορούν να μας πουν τι να κάνουμε, οι Γερμανοί δεν μπορούν να μας πουν τι θα κάνουμε…”. Κι εγώ σκεφτόμουν “καλώς ήρθατε στην Ευρωζώνη. Ετσι λειτουργεί τώρα το σύστημα. Ακόμη και η Ισπανία δεν μπορεί να αλλάξει τη φύση του προγράμματος”. Νομίζω ότι αυτόν τον μύθο τον ασπάστηκε ο Βενιζέλος· σκέφτηκε ότι “ο Παπακωνσταντίνου ήταν αδύναμος θα μπω εγώ και θα αλλάξω το δεύτερο πρόγραμμα”. Εμαθε πολύ γρήγορα ότι δεν μπορούσε να το κάνει. Νομίζω ότι ο Σαμαράς παραπλανήθηκε επίσης. Ολόκληρη η καμπάνια του το 2010 ήταν “θα σχίσω τα μνημόνια” και σχεδόν μέσα σε ένα βράδυ έγινε ο καλύτερος υπερασπιστής του μνημονίου. Εμαθε ότι δεν υπάρχει τρόπος αντίδρασης. Και πιστεύω ότι και ο Τσίπρας ασπάστηκε τον ίδιο μύθο, δηλαδή ότι “αν είμαι πιο σκληρός και αν δείξω στους Ευρωπαίους ότι έχω τον ελληνικό λαό από πίσω μου” θα μπορούσε να αλλάξει κάτι. Ο Βενιζέλος κατάλαβε το λάθος, βασικά, μέσα σε 24 ώρες. Ο Σαμαράς το κατάλαβε σε μία ή δύο εβδομάδες. Ο Τσίπρας χρειάστηκε έξι μήνες. Χρειάστηκε πολύ χρόνο για να καταλάβει πως το γεγονός ότι έχεις τον ελληνικό λαό πίσω σου δεν είναι αρκετό στη σύγχρονη Ευρωζώνη…» (Ιστορίες, ΣΚΑΪ, 7.6.2016).
Το πρόβλημα είναι ότι ο μύθος της «καλής διαπραγμάτευσης» έχει εμποτίσει τον ελληνικό λαό. Τουλάχιστον αυτό έδειξαν οι δημοσκοπήσεις: οι Ελληνες πίστευαν ότι σε περίπτωση σύγκρουσης με την Ευρωπαϊκή Ενωση, οι εταίροι μας θα τρομάξουν. Στο ερώτημα της GPO (Mega 12.1.2015) «Αν η επόμενη ελληνική κυβέρνηση έρθει σε ρήξη με τους εταίρους, τι πιστεύετε ότι θα γίνει;», το 52,6% δήλωσε ότι «οι εταίροι μας θα αναγκαστούν να υποχωρήσουν», ενώ μόνο το 36,1% δηλώνει ότι «οι εταίροι μας θα οδηγήσουν την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης». Η πίστη αυτή διαψεύσθηκε εκείνο τον τραγικό για την οικονομία Ιούνιο του 2015, αλλά θα μάθουμε στις επόμενες εκλογές πόσο βαθιά εμπότισαν τον ελληνικό λαό. Ελπίζουμε ότι αυτές οι πεποιθήσεις –οι οποίες, σημειωτέον, μπορεί να οδηγήσουν τη χώρα σε επικίνδυνες ατραπούς– ξεριζώθηκαν αλλά δεν γεννήθηκαν εν κενώ, ούτε πρέπει να αποδοθούν στον τσάμπα κουτσαβακισμό των Ελλήνων. Καλλιεργήθηκαν με συγκεκριμένη πολιτική στόχευση και τώρα απλώς παρατηρούμε την ετερογονία των σκοπών. Οταν δηλαδή ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και τα ΜΜΕ ζαλίζουν τους πολίτες ότι όλα τους τα προβλήματα οφείλονται στην προηγούμενη «κακή διαπραγμάτευση», πολύ λογικά οι τελευταίοι θα πιστέψουν ότι με μια «σκληρή διαπραγμάτευση» θα πάρουν πίσω όσα έχασαν. Οταν κάθε μέρα οι πολίτες βομβαρδίζονται από τα καφενεία των οκτώ ότι «ένας άλλος κόσμος είναι διαπραγματεύσιμος», τότε θα προκρίνουν όποιον περιφέρει την τζάμπα μαγκιά στο πολιτικό σκηνικό ότι μπορεί να διαπραγματευτεί καλύτερα.
Τώρα το φάντασμα της διαπραγμάτευσης έχει υποχωρήσει, αλλά είναι πάντα εδώ για να σκιάσει τον δημόσιο διάλογο. Δεν αναφερόμαστε μόνο στους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης, αλλά και σε διάφορα που λένε οι εκπρόσωποι της Ν.Δ. στα τηλεπαραθύρια ότι π.χ. «τα δώσαμε όλα και δεν πήραμε τίποτε». Τι ακριβώς δώσαμε δηλαδή; Την αξιοποίηση του Ελληνικού, το οποίο ρημάζει 16 χρόνια τώρα; Η ολοκλήρωση της παραχώρησης των περιφερειακών αεροδρομίων που πατώνουν στις διεθνείς αξιολογήσεις είναι παραχώρηση προς τους δανειστές;
Είναι η ώρα, λοιπόν, να βγάλουμε από το επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου τις διαπραγματεύσεις και να αρχίσουμε να συζητάμε τις μεταρρυθμίσεις. Μόνο με αυτές οι διαπραγματευτές μας θα έχουν επιχειρήματα. Με τα «σου ’πα, μου ’πες» κανείς δεν είδε προκοπή.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 29.10.2016