Υπάρχει βαθιά ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας για νέες φωνές, ιδέες, προτάσεις…
Ηταν αφοπλιστικά ειλικρινής ο γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Oμάδας της Νέας Δημοκρατίας, Κώστας Τασούλας. Μιλώντας την Πέμπτη το πρωί (27.2.2014) στον ΣΚΑΪ, ομολόγησε ότι «εγώ δεν παρακολουθώ τα social media κι έμαθα για την κίνηση του Σταύρου Θεοδωράκη σήμερα το πρωί από τις εφημερίδες».
Μέχρι εκείνη την ώρα -11.30 π.μ.- 25.000 άνθρωποι είχαν μοιραστεί διαδικτυακά το μανιφέστο-προσωπική εξομολόγηση του κ. Σταύρου Θεοδωράκη· το συζητούσαν, το έκριναν και το επέκριναν. Και μπορεί η πολιτική να μη γίνεται με «like» και «share», όπως λένε όσοι έμειναν στην εποχή της τυπογραφίας, όμως η διαδικτυακή επιτυχία ενός μακροσκελούς κειμένου με τον τίτλο «Ξεκινάμε» πρέπει να τους προβληματίσει. Κι αυτό, διότι το γεγονός ότι μέχρι τις 6 μ.μ. της Πέμπτης 30.500 άνθρωποι αποφάσισαν να μοιραστούν ένα μακροσκελές κείμενο για να το συζητήσουν, το πολλαπλασίασε εκθετικά. Η διείσδυσή του σε μία ημέρα ήταν ίσως μεγαλύτερη απ’ όση έχουν όλα τα δελτία ειδήσεων μαζί, πόσο δε μάλλον οι εφημερίδες.
Με δεδομένο δε ότι στο Διαδίκτυο συχνάζουν κυρίως νέοι άνθρωποι, οφείλουμε να αναστοχαστούμε. Πρέπει να εξετάσουμε μήπως είναι υπερβολικές οι ειδήσεις περί θανάτου του ενδιαφέροντος των νέων για την πολιτική. Μπορεί τελικά να αδιαφορούν για την πολιτική όπως γίνεται και να μην κατανοούν εκείνη την κρυπτική σχεδόν γλώσσα που χρησιμοποιούν οι παλιότεροι, αυτή που βαφτίστηκε «ξύλινη». Iσως κόμματα και ΜΜΕ πρέπει να επανεξετάσουν τον τρόπο με τον οποίο απευθύνονται στην κοινωνία και να ξανασυζητήσουμε μια ξεχασμένη πρόταση του κ. Γιώργου Παπανδρέου για μετασχηματισμό των πολιτικών οργανώσεων του ΠΑΣΟΚ, που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της διαδικτυακής εποχής. Hταν μια από τις προτάσεις που χλευάστηκαν πολύ («οι Τοπικές Οργανώσεις θα γίνουν Ιnternet cafe;», ρωτούσαν, όχι και τόσο αθώα, στα τηλεπαράθυρα) και επί των ημερών του προχώρησαν λίγο.
Αυτό καθεαυτό το ενδιαφέρον για την κίνηση, το γεγονός ότι πήρε φωτιά το ελληνικό Διαδίκτυο, έχει να κάνει και με τη δημοφιλία του δημοσιογράφου. Δείχνει όμως και τη βαθιά ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας για νέες φωνές, νέες προτάσεις και νέες ιδέες για έξοδο από την κρίση.
Δεν ξέρουμε αν τελικώς «Το Ποτάμι» καταφέρει να αρθρώσει σαφές, μετρημένο κι επαρκές πολιτικό πρόγραμμα -τολμηρές προτάσεις ήδη διατυπώθηκαν στο πρώτο κείμενο που είδε το φως της δημοσιότητας- αλλά εδώ ανιχνεύεται ήδη η διάθεση ειδικά των νέων να ακούσουν και να μιλήσουν. Η ελληνική κοινωνία, όπως γράφαμε και παλαιότερα, είναι σε εκείνη τη μεταβατική φάση που βλέπει την προηγούμενη κοσμοθεωρία της να καταρρέει και δεν έχει ακόμη απαντήσεις για το νέο που πρέπει να έρθει. Κατάλαβε ότι το παλιό μοντέλο έχει πεθάνει οριστικά -κάτι που μαζί με τα ξερά του παλιού καίει και χλωρά- κι απλώς περιμένει να ακούσει κάτι που να έχει νόημα. Οι παλιές πρακτικές της κυβέρνησης που σπεύδει να ικανοποιήσει κάθε συντεχνιακό αίτημα που βρίσκεται στον δρόμο της και οι ακόμη παλιότερες προεκλογικές υποσχέσεις της αντιπολίτευσης, που συνοψίζονται στη φαντασίωση «θα αυξήσουμε τις δαπάνες μειώνοντας τους φόρους», απλώς δεν πείθουν. Αντιθέτως ρίχνουν το αλάτι της κοροϊδίας σε μια πληγωμένη κοινωνία. Φουντώνουν την οργή η οποία μετασχηματίζεται σε απολιτίκ ριζοσπαστικοποίηση.
Μένει να δούμε λοιπόν αν «Το Ποτάμι» θα αλλάξει τα συστατικά της άνοστης και διόλου θρεπτικής σούπας που μάς σερβίρει το πολιτικομιντιακό σύμπλεγμα. Μέχρι τότε όμως, καλά είναι να μην υποτιμούμε αυτή την ανάγκη για αλλαγή. Είναι υπαρκτή κι ας είναι ευδιάκριτη στα «like» και τα «share», εκεί όπου συχνάζουν και συζητούν οι νέοι.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 1.3.2014