Οι κυβερνήσεις που λειτουργούν δεν υπόσχονται. Κυβερνούν.
Σ’ αυτές τις εκλογές θα ακουστούν πολλά λόγια και περισσότερα «θα». Το ξέρουμε, το έχουμε ζήσει σε όλες τις παρελθούσες αναμετρήσεις. Λόγια ακούσαμε και στις προηγούμενες εκλογές, λόγια θα ακούσουμε στην τωρινή προεκλογική περίοδο, λόγια θα ακούσουμε και στις επόμενες. Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό. Ετσι λειτουργεί η δημοκρατία: τα κόμματα καταθέτουν την άποψή τους για τη χώρα και όσο πιο επεξεργασμένη είναι αυτή τόσο περισσότερα λόγια θα έχει.
Τα λόγια αυτά αναγκαστικά θα αναφέρονται σε μέλλοντα χρόνο. Δεν μπορούν τα κόμματα να λένε τι θα κάνουν, δίχως το «θα». Ο χλευασμός αυτού του γραμματικού μορίου είναι άδικος. Τα κόμματα πρέπει να πουν πολλά «θα» διότι τα προβλήματα είναι πολλά και συνεπώς οι προτάσεις πρέπει να είναι πολλές ώστε να αξιολογηθούν από τους πολίτες που θα πάνε να ψηφίσουν.
Ομως, τα παραπάνω ισχύουν για την αντιπολίτευση. Αυτή δεν έχει άλλο μέσο για να ξεδιπλώσει το πρόγραμμά της, για να πείσει τον ελληνικό λαό να την ψηφίσει. Ισχύουν και για μια κυβέρνηση που έχει ολοκληρώσει τη θητεία της. Αυτή μπορεί να απευθυνθεί στον ελληνικό λαό λέγοντας «έχω κάνει αυτά και θέλω την επόμενη τετραετία να κάνω τα άλλα».
Δεν μπορεί όμως να ισχύουν για μια κυβέρνηση που δεν έχει κλείσει ούτε καν διετία. Και αυτό διότι οι κυβερνήσεις που λειτουργούν δεν υπόσχονται. Κυβερνούν. Πράττουν. Εξαντλούν ακόμη και την τελευταία ώρα που έχουν, για να λύσουν τα προβλήματα του τόπου. Δεν καταφεύγουν στο «θα» της αντιπολίτευσης η οποία δεν έχει άλλο μέσο, να κάνει το «θα» πράξη.
Μια κυβέρνηση, δηλαδή, δεν ζητεί από τον λαό αυτό που ήδη ο λαός της έδωσε (στην περίπτωση, μάλιστα αυτής της κυβέρνησης ο λαός το έδωσε δύο φορές απλόχερα).
Θα ήταν πολύ διαφορετικό αν ο πρωθυπουργός έλεγε προχθές: «επειδή ο τόπος έχει πολλά προβλήματα, όπως φοροδιαφυγής, δημόσιας σπατάλης κ. λπ. εγώ καταθέτω αυτά τα νομοσχέδια για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα. Εμείς έχουμε εκλεγεί να κυβερνάμε και η αντιπολίτευση να αντιπολιτεύεται. Εμείς προχωράμε και αν θέλει το ΠΑΣΟΚ ας μας ρίξει με αφορμή την προεδρική εκλογή.»
Το πρόβλημα με την προσφυγή στις κάλπες που αποφάσισε ο πρωθυπουργός είναι ο παραλογισμός της επιλογής. Μια κυβέρνηση δηλώνει ότι δεν μπορεί να κυβερνήσει και παρ’ όλα αυτά ζητάει νέα εντολή (μάλλον) για να κυβερνήσει. Θα είχε κάποιο νόημα -έστω μικροπολιτικό- να προσέφευγε στις κάλπες με ένα νέο εκλογικό σύστημα και να υπήρχε η έστω ελάχιστη πιθανότητα να πάρει τα ίδια ποσοστά και να κερδίσει περισσότερες έδρες. Αλλά…
Ο πρωθυπουργός αποφάσισε να κάνει κάτι που μάλλον θα μπορούσε να ονομαστεί «στρατηγική των Μόντι Πάιθονς». Στην κλασική τους ταινία «Ενας προφήτης, μα τι προφήτης», το βρετανικό θεατρικό συγκρότημα παρουσιάζει κάποιους εβραίους επαναστάτες σε επιχείρηση απελευθέρωσης ενός εσταυρωμένου. Πολεμούν τους Ρωμαίους φρουρούς, τους σκοτώνουν όλους, φτάνουν νικητές μπροστά στον σταυρό, βγάζουν τα σπαθιά τους και αυτοκτονούν.
Τελικά -και σε αντίθεση με όσα πιστεύαμε μέχρι σήμερα- αυτά δεν γίνονται μόνο στις σουρεαλιστικές κωμωδίες…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 4.9.2009