Είναι δύσκολο και θέλει χρόνο για να επουλωθούν τα τραύματα της διαπραγμάτευσης με τα πουκάμισα έξω.
Εκανε ένα «λάθος» ο φίλτατος Δημήτρης Χαντζόπουλος στη χθεσινή γελοιογραφία («Καθημερινή» 2.11.2017). Παρουσιάζει τα κυβερνητικά στελέχη με πρώτο τον υπουργό Οικονομικών να σχολιάζουν τη σχιζοφρενική στάση του ΣΥΡΙΖΑ. «Αυτό που καταδικάζω ως αρχηγός των 53 το εφαρμόζω ως υπουργός Οικονομικών», λέει στο σκίτσο ο κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος. «Αυτό κάνουμε όλοι», του απαντά ο πρωθυπουργός. «Σα ΣΥΡΙΖΑ καταδικάζουμε και σαν κυβέρνηση εφαρμόζουμε… [γιατί έτσι] φαινόμαστε διπλάσιοι».
Ο κ. Τσακαλώτος, όμως, είναι τριπλός: αυτό που καταδικάζει ως αρχηγός των «53+» και εφαρμόζει ως υπουργός το απαξιώνει ως οικονομολόγος. Ελεγε τις προάλλες στην ΕΡΤ (31.10.2017): «Αν με ρωτάγατε ως καθηγητή Πανεπιστημίου αν είναι καλό για χώρα που έχει χάσει το 25% του εισοδήματός της να έχει 3,5% πρωτογενή πλεονάσματα για άλλα τέσσερα χρόνια, θα σας έλεγα ότι δεν είναι σωστό…».
Η αλήθεια βέβαια είναι πως οι απαιτήσεις για πρωτογενή πλεονάσματα είναι σαν τις δόσεις στην τράπεζα. Δεν τις ορίζει ο πελάτης που δανείζεται, αλλά ο πιστωτής. Και το πρόβλημα του κ. Τσακαλώτου είναι πως τον Ιούλιο του 2015 η χώρα βρέθηκε στο «αμήν». Επρεπε να δανειστεί οπωσδήποτε, έστω με αυτούς τους καταστροφικούς για την ανάπτυξη όρους. Η απαίτηση των υψηλών πλεονασμάτων είναι κληρονομιά του προκατόχου του και της αείμνηστης διαπραγμάτευσης που έκανε Εκείνος· το έψιλον κεφαλαίο όπως το Γιάνης είναι με ένα νι.
Το τραγικότερο όλων είναι πως στις αρχές του 2015 οι εταίροι ήταν έτοιμοι να διαπραγματευτούν χαμηλότερα πλεονάσματα από εκείνα που προέβλεπε το προηγούμενο μνημόνιο, αλλά ήθελαν να το κάνουν με την επερχόμενη κυβέρνηση του κ. Τσίπρα και όχι με την απερχόμενη του κ. Αντώνη Σαμαρά. Ολοι –με εξαίρεση ίσως τον κ. Σόιμπλε– ανέμεναν να τα βρουν με μια κυβέρνηση που είχε στοιχειώδη λογική, έστω και αν προεκλογικώς είπε μια κουβέντα παραπάνω. Περίμεναν στις Βρυξέλλες τον υπουργό Οικονομικών να βάλει κάτω τους αριθμούς και να αποδείξει αυτό που ήδη ήξεραν, ότι τα υψηλά πλεονάσματα υπονομεύουν την ανάπτυξη και συνεπώς κάνουν την αποπληρωμή χρέους επισφαλή. Αντ’ αυτών, βρέθηκαν να ακούν έναν φανφαρόνο που τους έκανε διάλεξη για τα αδιέξοδα του καπιταλισμού και τα προβλήματα της ΟΝΕ, λες και δεν τα ήξεραν ή λες και τους ένοιαζε.
Είναι δύσκολο και θέλει χρόνο για να επουλωθούν τα τραύματα της διαπραγμάτευσης με τα πουκάμισα έξω. Δεν μπορεί να τα γιάνει μια κυβέρνηση που από τη μια καταγγέλλει τα υψηλά πλεονάσματα ως αντιπαραγωγικά και από την άλλη στύβει τους φορολογουμένους για να έχει ακόμη μεγαλύτερα, ώστε να στήσει σόου κοινωνικής ευαισθησίας. Μόνο οι επόμενοι μπορούν να διαπραγματευτούν το αυτονόητο, δηλαδή πλεονάσματα που δεν θα πνίγουν την οικονομία.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 3.11.2017