Ο διάλογος περί «σκιωδών αρμοδιοτήτων» που πρέπει να έχει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Μιας καταδολίευσης του Συντάγματος μύριες έπονται. Ενθεν κακείθεν. Τώρα η συζήτηση αναγκαστικά φτάνει στις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, ξεκινώντας από το αν ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος έχει τη συνταγματική υποχρέωση να υπογράψει ή να αφήσει για αργότερα το Προεδρικό Διάταγμα για την αντικατάσταση της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων.
Τα επιχειρήματα, στον διάλογο που αναπτύσσεται από τις στήλες της «Καθημερινής» (11.6.2019), είναι ισχυρά. Ο επίκουρος καθηγητής του Αριστοτελείου και γενικός γραμματέας της κυβέρνησης κ. Ακρίτας Καϊδατζής κρίνει ότι «ο Πρόεδρος είναι ο ρυθμιστής του πολιτεύματος κατά τη λειτουργία του στις σχέσεις μεταξύ πολιτειακών οργάνων. Δεν είναι ο ρυθμιστής των σχέσεων μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων». Ο καθηγητής της Νομικής του Καποδιστριακού κ. Σπύρος Βλαχόπουλος επισημαίνει ότι «το βαθύτερο και ουσιαστικό ζήτημα (…) είναι τι είδους ΠτΔ θέλουμε. Επιθυμούμε έναν Πρόεδρο πραγματικό ρυθμιστή του πολιτεύματος ή έναν Πρόεδρο που θα επιτελεί έναν διεκπεραιωτικό ρόλο “πολιτικού συμβολαιογράφου;”» («Το Σύνταγμα και ο ρόλος του ΠτΔ», «Καθημερινή», 11.6.2019).
Το ζήτημα, όμως, δεν είναι τι επιθυμούμε εμείς, αλλά τι προβλέπει το Σύνταγμα. Καλώς ή κακώς, το πνεύμα και το γράμμα της αναθεώρησης του 1986 επιβάλλει το δεύτερο. Από τότε έγιναν άλλες δύο αναθεωρήσεις χωρίς να αλλάξουν οι σχετικές διατάξεις, ενώ στην τρίτη –που είναι τώρα στα σκαριά– ουδεμία πολιτική δύναμη πρότεινε αλλαγή του ρόλου του Προέδρου ή ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του. Συνεπώς περί ορέξεως ισχύει το «κολοκυθόπιτα», και οι ερμηνείες του Συντάγματος δεν μπορούν να είναι ενάντια σε όσα προβλέπει το ίδιο το Σύνταγμα, όσο εύλογες κι αν είναι οι επιθυμίες μας.
Βεβαίως, υπό νωπό το σοκ της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ κάθε επιθυμία είναι εύλογη. Τι καλά θα ήταν –λέμε εκ των υστέρων– αν ο Πρόεδρος φρέναρε την κυβέρνηση το πρώτο εξάμηνο του 2015 και δεν φτάναμε στο χείλος του γκρεμού με το παράλογο εκείνο δημοψήφισμα; Ας φανταστούμε όμως την πολιτειακή κρίση που θα δημιουργείτο αν ένας «υπεύθυνος» ΠτΔ αναιρούσε τη νωπή λαϊκή εντολή για διαπραγμάτευση μέχρις εσχάτων. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε κάτι που η περιρρέουσα «λαολειχία» (νεολογισμός του καθηγητή κ. Θανάση Διαμαντόπουλου) αποσιωπά. Τότε μόνο οι νουνεχείς αντιτίθεντο στη διαπραγμάτευση με τα πουκάμισα έξω, αλλά αυτοί αποτελούσαν μειοψηφικό ρεύμα.
Το καταστροφικό πρώτο εξάμηνο του ΣΥΡΙΖΑ δεν προέκυψε στο κενό. Ηταν αποτέλεσμα της λαϊκής βούλησης, η οποία διαμορφώθηκε εν πολλοίς από εκείνη τη φράση που ακούγαμε καθημερινώς στα δελτία ειδήσεων για κάθε μνημόνιο: «δεν έγινε σκληρή διαπραγμάτευση». Να επισημάνουμε επίσης ότι παρά την οικονομική καταστροφή, παρά τη φαιδρότητα του δημοψηφίσματος με ερωτήσεις περί Dept Sustainability, παρά τα capital controls, παρά τη διεθνώς διάσημη kolotoumpa, ο ελληνικός λαός τον Σεπτέμβριο του 2015 έδωσε –μέσες άκρες– την ίδια κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Εκανε ο λαός λάθος; Κατά την άποψη του γράφοντος (και προφανώς και του κ. Βλαχόπουλου) ναι. Αλλά η Δημοκρατία δεν φτιάχτηκε για να δίνει τις ορθές λύσεις. Δημιουργήθηκε για να είναι νομιμοποιημένες από τη λαϊκή βούληση οι αποφάσεις. Αλλιώς δεν θα ψηφίζαμε. Θα κάναμε IQ τεστ για να βρούμε εκείνον τον «σοφό» που θα μας λύνει όλα τα προβλήματα και θα τον κάναμε παντοκράτορα.
Στην επιχειρηματολογία του υπέρ των «σκιωδών αρμοδιοτήτων» που πρέπει να έχει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο καθηγητής κ. Σπύρος Βλαχόπουλος μεταφέρει στα καθ’ ημάς και τη διεθνή εμπειρία. «Ας μην ξεχνάμε», γράφει, «χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζονται οι ιδιαιτερότητες που μπορεί να υπάρχουν στα διάφορα Συντάγματα, ότι την εποχή της οικονομικής κρίσης ο Πορτογάλος Πρόεδρος της Δημοκρατίας προσέφυγε (συντασσόμενος κατά τούτο με βουλευτές της αντιπολίτευσης) ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου για ορισμένα κεφάλαια του ψηφισμένου κρατικού προϋπολογισμού και, ακόμη πιο πρόσφατα, ότι ο Ιταλός ομόλογός του αρνήθηκε τον διορισμό συγκεκριμένου προσώπου ως υπουργού Οικονομικών».
Αλλά πάλι, «χωρίς να παραγνωρίζονται οι ιδιαιτερότητες που μπορεί να υπάρχουν στα διάφορα Συντάγματα» και ο Αλβανός Πρόεδρος Ιλίρ Μέτα υπέγραψε σε απευθείας μετάδοση, το διάταγμα με το οποίο ακυρώνει τις δημοτικές εκλογές της 30ής Ιουνίου επικαλούμενος την πολιτική οξύτητα που κυριαρχεί στη χώρα. Δεν ξέρουμε αν υπό κάποια κριτήρια είχε δίκιο, αλλά το σίγουρο είναι πως μια πολιτική κρίση μετατρέπεται σε πολιτειακή με απρόβλεπτες συνέπειες για τη γείτονα χώρα. Και, για να φτάσουμε στα καθ’ ημάς, το τελευταίο που θα χρειαζόταν η Ελλάδα θα ήταν μια τέτοια σύγκρουση κορυφής, μια κρίση πολιτεύματος που αναγκαστικά θα προέκυπτε με δύο ισχυρούς πόλους εκτελεστικής εξουσίας.
Το ζήσαμε, εξάλλου, και το 1915, με βαριά τραύματα για τη χώρα, και το 1965 με μοιραία για τη δημοκρατία αποτελέσματα.
Η Ελλάδα ευτύχησε να μην έχει Ιλίρ Μέτα. Είχε συνετούς Προέδρους και κάποιες φορές ασύνετες κυβερνήσεις. Ομως η σωφροσύνη των ΠτΔ είναι σε ένα βαθμό υποχρεωτική. Προκύπτει εκ του περιορισμένου ρόλου τους, επειδή το Σύνταγμά τους θέλει να επιτελούν «έναν διεκπεραιωτικό ρόλο “πολιτικού συμβολαιογράφου”». Εχουν ευρύτατη αποδοχή επειδή δεν καλούνται να λάβουν τις κρίσιμες αποφάσεις οι οποίες εκ των πραγμάτων είναι διχαστικές.
Ας φανταστούμε όμως το αντίστροφο σενάριο. Μια «συνετή» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) κυβέρνηση, με έναν «τυχοδιώκτη» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) πολιτειακό άρχοντα ο οποίος μάλιστα θα έχει και τη φοβερή προνομία να ερμηνεύει τη λαϊκή βούληση πριν αυτή εκδηλωθεί. Πού θα οδηγούσε αυτό; Το πρωθυπουργικό σύστημα, τουλάχιστον, περιορίζεται από τη Βουλή. Στην Ελλάδα, δε, πάσχει όχι γιατί λείπουν τα προνόμια του Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά διότι δεν ασκεί στον βαθμό που πρέπει τον ελεγκτικό της ρόλο η Βουλή.
Το τελικό ερώτημα λοιπόν δεν είναι τι Πρόεδρο της Δημοκρατίας θέλουμε, αλλά τι Δημοκρατία θέλουμε. Αν προκρίνουμε κάποια με «υπεύθυνο» ανώτατο άρχοντα που θα «διορθώνει» τη βούληση των «ανεύθυνων» ψηφοφόρων, τότε πρέπει να αναρωτηθούμε τι σόι Δημοκρατία είναι αυτή και πόσο θα κρατήσει.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 23.6.2019