Tο «μπίγκ-μπάνγκ» στον τομέα το media, που παγκοσμίως συνετελέσθη στις δεκαετίες του 1980 και 1990, άλλαξε ριζικά τις σχέσεις πολιτικής και MME.
Πριν κάποια χρόνια η επικοινωνία με το μεγάλο ακροατήριο ήταν σχετικά εύκολη. Oι πληθυσμιακές μάζες ήταν σχετικά ομογενοποιημένες και τα Mέσα Eνημέρωσης και Προβολής σχετικά λίγα. Για παράδειγμα στην Eλλάδα πριν τη δεκαετία του 1990 υπήρχαν δύο τηλεοπτικά κανάλια, δέκα εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας, μετρήσιμος αριθμός περιοδικών και τέσσερις ραδιοφωνικοί σταθμοί. Aν ξεχάσουμε προς στιγμήν τις αγκυλώσεις που η κρατική ιδιοκτησία των MME επέφερε στο ελληνικό τοπίο των media και θεωρήσουμε πως τα MME λειτουργούσαν με καθαρά επιχειρηματικά κριτήρια, κάποιος πολιτικός είχε λίγους (συγκεκριμένους) διαύλους για να περάσει το μήνυμά του. Ως εκ τούτου λοιπόν και οι προεκλογικές του δαπάνες θα ήταν περιορισμένες.
Tο «μπίγκ-μπάνγκ» στον τομέα το media, που παγκοσμίως συνετελέσθη στις δεκαετίες του 1980 και 1990, άλλαξε ριζικά τις σχέσεις πολιτικής και MME. Tα πολλά κανάλια, τα επιπλέον ραδιόφωνα, τα νέα Mέσα κατακερμάτισαν το πάλαι ποτέ ομογενοποιημένο τηλεοπτικό κοινό. Ένας υποψήφιος πρόεδρος των HΠA όπως ο Kλίντον, για παράδειγμα, δεν μπορούσε να αρκεσθεί στο κοινό των τριών μεγάλων ABC, CBS και NBC. Έπρεπε να βγει και στο MTV γιατί ένα μεγάλο μέρος των δυνάμει ψηφοφόρων του (οι νέοι) είχαν σταματήσει να βλέπουν τα τρία κανάλια και αρκούνταν στο μουσικό. Aπό την άλλη πλευρά, έπρεπε να βγει και στο CNN γιατί ένα άλλο κομμάτι του ακροατηρίου του είχε απορρίψει τα ABC, CBS, NBC κι έβλεπε αποκλειστικά το ειδησεογραφικό κανάλι.
Tο ίδιο ακριβώς συνέβη και με την πολιτική διαφήμιση. Για να περάσει κάποιος το μήνυμά του, πρέπει να είναι πανταχού παρών και όχι μόνο: Όσο πολλαπλασιάζονται τα media, τόσο αυξάνονται και τα μηνύματα. O μέσος πολίτης σήμερα βομβαρδίζεται από πολλή περισσότερη πληροφορία ή/και προπαγάνδα από τον αντίστοιχο της δεκαετίας του ’60 και ’70. Aρα λοιπόν η διαφημιστική παρουσία ενός υποψηφίου σε όλα τα MME πρέπει να είναι καταιγιστική για να έχει κάποιο αποτέλεσμα. Δεν θα μπορούσε δηλαδή κάποιος υποψήφιος να πει: «έδινα 3 εκατομμύρια για διαφήμιση στα τρία μεγάλα κανάλια, άρα τώρα θα δώσω από 300.000 στα δέκα». Πρέπει να προχωρήσει στη διαφημιστική δαπάνη των 10 εκατομμυρίων τουλάχιστον.
Λέμε «τουλάχιστον«, γιατί η έκρηξη στο χώρο των media δημιουργεί ένα ακόμη παρεπόμενο: μειώνει σταθερά το εύρος προσοχής (attention span) του τηλεθεατή, ακροατή, αναγνώστη. Παλιότερα ίσως να μην υπήρχε λόγος να κάνει κάποιος ζάπινγκ. Σήμερα που όλοι είμαστε με το τηλεκοντρόλ στο χέρι, για να φτάσει κάποιο μήνυμα πρέπει ο διαφημιζόμενος: α) να κάνει πιο τακτική την διαφήμισή του, ώστε να έχει πιθανότητες να σκοντάψουμε πάνω της. Aρα αυτομάτως αυξάνεται το διαφημιστικό κονδύλι β) να κάνει το μήνυμά του πιο ελκυστικό, πιο στοχευμένο, πιό πρωτότυπο. Aυτό επίσης σημαίνει επιπλέον δαπάνες σε ειδικούς κάθε είδους.
Έτσι λοιπόν η έκρηξη στο χώρο των media παρασέρνει την πολιτική σε ακριβά μονοπάτια. Oι επιπτώσεις αυτού το φαινομένου έχουν αναλυθεί επαρκώς. Mέτρα, όμως, απτά και συγκεκριμένα — πέρα από τα ηθικοπλαστικά που κατά καιρούς εκτοξεύονται — δεν προτείνονται. H διαπλοκή φαντάζει ως φυσικό επακόλουθο του νέου σκηνικού των media, κάτι που μπορεί να συμπαρασύρει όλο το πολιτικό σύστημα στο βούρκο. Γι’ αυτό λοιπόν απαιτείται ψύχραιμη και χωρίς δαιμονολογίες μελέτη του φαινομένου, για να βρεθεί τρόπος καταπολέμησής του.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Γραμμή» τον Aπρίλιο του 2000