Αν «το Σύνταγμα ρυθμίζει και την οργάνωση και λειτουργία της κοινωνίας των πολιτών», τότε γιατί να υπάρχουν κοινοί νόμοι;
Από πότε έχει επικρατήσει στην Ελλάδα «μια υπερβολική δικαιωματοκρατική προσέγγιση των δικαιωμάτων μας»; Ετσι τουλάχιστον ισχυρίστηκε ο ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου κ. Αντώνης Μανιτάκης σε μια θαυμάσια συζήτηση του «Κύκλου Ιδεών» με θέμα «Πανδημία, Θεμελιώδη Δικαιώματα και Δημοκρατία» (e-kyklos 2.4.2020).
Η αλήθεια όμως είναι πως ζούμε σε μια χώρα που το Σύνταγμά της ορίζει ότι «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη» (Αρθρο 5.1). Και εντάξει να μην «προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων»· αυτό είναι θεμελιώδες. Αλλά από πού και ώς πού «έχει επικρατήσει η δικαιωματοκρατική προσέγγιση» όταν το ίδιο το Σύνταγμα επιτρέπει την «ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας», υπό τον όρο να μην προσβάλλει και τα «χρηστά ήθη»;
Μη μιλήσουμε για το Αρθρο 14 –που επίσης επιβίωσε τεσσάρων δημοκρατικών αναθεωρήσεων– το οποίο ευφημίζεται ότι προστατεύει την «Ελευθερία του Τύπου» και έχει 20 λέξεις ελευθερίας συν 700 λέξεις περιορισμού της, ή για το Αρθρο 17 που ορίζει την απαλλοτρίωση ιδιωτικών περιουσιών με νόμο, ο οποίος μάλιστα «μπορεί να επιτρέψει την απαλλοτρίωση υπέρ του Δημοσίου ευρύτερων ζωνών, πέρα από τις εκτάσεις που είναι αναγκαίες για την κατασκευή των έργων» κ.λπ.
Το τελευταίο πράγμα που μπορεί να πει κάποιος για την Ελλάδα είναι ότι «μας δέρνει άκρατη δικαιωματοκρατία» (Αντώνης Μανιτάκης, «Η ζωή ως Πάθος συνταγματικό», «Καθημερινή» 14.4.2020). Αντιθέτως, είναι καθημερινότητα η παραβίαση στοιχειωδών δικαιωμάτων εκ μέρους του κράτους. Μιλάμε για μια χώρα που νομίμως καταδικάστηκαν άνθρωποι (και οι αποφάσεις επικυρώθηκαν σε τρίτο βαθμό) γιατί είπαν αντιδημοφιλή πράγματα (π.χ. για το Μακεδονικό), σατίρισαν θρησκευτικές δοξασίες (Αγιος Παστίτσιος), έχουν απαλλοτριωθεί περιουσίες και μία εικοσαετία μετά δεν έχουν αποζημιωθεί οι ιδιοκτήτες τους (το «δικαιωματοκρατικό» μας Σύνταγμα προβλέπει «να επιτρέπεται η πραγματοποίηση εργασιών και πριν από τον προσδιορισμό και την καταβολή της αποζημίωσης»), η Ελλάδα συναγωνίζεται την Ουγγαρία στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Σύμφωνα με την ετήσια μελέτη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το 2018 η Ελλάδα κατατάσσεται στην 6η θέση μεταξύ των 47 κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης όσον αφορά τις εις βάρος τους καταδικαστικές αποφάσεις για παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Πρώτη είναι η Ρωσία (με 248 καταδικαστικές αποφάσεις), ακολουθούν η Τουρκία (146), η Ουκρανία (91), η Ρουμανία (82) και η Ουγγαρία (38) και έκτη η Ελλάδα με 35. Και αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι τότε κυβερνούσαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και είχαμε έκρηξη στην παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων. Σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης –την πιο δημοκρατική περίοδο της χώρας– η Ελλάδα είναι στους κορυφαίους παραβάτες πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων. Ναι μεν η Δημοκρατία λειτούργησε τα τελευταία χρόνια σχεδόν άψογα ως μηχανισμός (οι εκλογές γίνονταν στην ώρα τους, τα αποτελέσματα ήταν σεβαστά απ’ όλους, δεν υπήρξαν εκτροπές κ.λπ.), αλλά η Ελλάδα απέχει πολύ από το να είναι μια φιλελεύθερη Πολιτεία, πόσο δε μάλλον «δικαιωματοκρατική».
Το φιλελεύθερο έλλειμμα στη χώρα έχει τις ρίζες του στο μετεμφυλιακό κράτος. Π.χ. το Σύνταγμα του 1974 δεν έχει μεν την απαγόρευση του ΚΚΕ ή άλλου πολιτικού κόμματος, αλλά διατηρήθηκαν οι αντιφιλελεύθερες πρόνοιες του 1952, που ψηφίστηκαν για να δυσκολέψουν την δράση της Αριστεράς και τώρα ταλαιπωρούν όλους μας. Το Αρθρο 16 για την Ανώτατη Παιδεία είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το φιλελεύθερο έλλειμμα βασίζεται και σε μια διάχυτη αντίληψη την οποία εξέφρασε ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος στην ίδια συζήτηση και τη συνήγαγε ως συμπέρασμα από την παρέμβαση του κ. Μανιτάκη. «Δεν πρέπει να θεωρούμε», είπε, «ότι το Σύνταγμα περιλαμβάνει στην ύλη του μόνο τη λειτουργία του κράτους και τη σχέση πολίτη και κράτους. Το Σύνταγμα ρυθμίζει και την οργάνωση και λειτουργία της κοινωνίας των πολιτών, διότι ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία των πολιτών συνδέεται με την έννομη τάξη θεμέλιο και κορυφή της οποίας είναι το Σύνταγμα».
Βεβαίως συνδέεται· ολόκληρη η κοινωνία και όλοι οι θεσμοί της συνδέονται με κάποιον τρόπο. Προκύπτει όμως ένα ερώτημα. Αν «το Σύνταγμα ρυθμίζει και την οργάνωση και λειτουργία της κοινωνίας των πολιτών», τότε γιατί να υπάρχουν κοινοί νόμοι; Βεβαίως το 24.000 λέξεων ελληνικό Σύνταγμα δεν απέχει πολύ από την απλή νομοθεσία (προβλέπει ακόμη και τις «πρόσθετες αποδοχές ή απολαβές των δημοσίων υπαλλήλων»), αλλά το θέμα είναι άλλο. Τα συντάγματα από γεννησιμιού τους, από την εποχή της Magna Carta (1215), φτιάχτηκαν για να ρυθμίζουν εκείνους που ρυθμίζουν τα της κοινωνίας των πολιτών. Είναι κείμενα «ισορροπίας και ελέγχου» της εξουσίας, περιορισμού εκείνων στους οποίους δίδεται το μονοπώλιο της βίας για να επιβάλλουν τους κανόνες της συμβίωσης. Τα Συντάγματα είναι τα συμβόλαια μεταξύ κυβερνητών και κυβερνωμένων που εξασφαλίζουν ότι οι πρώτοι δεν θα κάνουν κατάχρηση του μονοπωλίου της βίας που τους δόθηκε, ότι θα λειτουργούν εντός των ορίων που προβλέπει η δημοκρατική τάξη. Για όλα τα υπόλοιπα αρκούν οι απλοί νόμοι.
Βεβαίως, όπως γράφει ο κ. Μανιτάκης, «η ζωή του ανθρώπου αποτελεί πρωταρχική φροντίδα του Συντάγματος (…) με τρόπο κατηγορηματικό και απόλυτο: “όλοι όσοι βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους χωρίς διάκριση”» («Καθημερινή» 14.4.2020).
Η προστασία της ζωής, της τιμής, της ελευθερίας (και των κτημάτων, όπως έγραφε το Σύνταγμα του 1827) δεν καταγράφεται στον καταστατικό χάρτη επειδή τα αγαθά αυτά απειλούνται και από τους ιδιώτες. Γι’ αυτή την απειλή αρκεί ο χωροφύλακας. Το θέμα είναι να ελέγχεται και ο χωροφύλακας. Και όπως καλά γνωρίζει ο σεβαστός καθηγητής το 1843 οι Ελληνες δεν ξεσηκώθηκαν ζητώντας καλύτερη αστυνόμευση, αλλά περιορισμό των εξουσιών του μονάρχη.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 19.4.2020